Ρευματοειδής Αρθρίτιδα: Κλινική εμφάνιση και Θεραπεία

16-11-2019

Όλγα Καλδουρμίδου

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι η πιο κοινή φλεγμονώδης αρθροπάθεια παγκοσμίως.

Ανήκει στις αυτοάνοσες συστηματικές νόσους και πρόκειται για μια χρόνια, πολύπλοκη και ετερογενής ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μακροχρόνιας φλεγμονής στο αρθρικό υγρό των αρθρώσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την προοδευτική βλάβη των αρθρώσεων, την καταστροφή των οστών και του χόνδρου, καθώς και παραμόρφωση.

Συνεπώς, η ασθένεια χαρακτηρίζεται από αναπηρία, εξασθενημένη ποιότητα ζωής και πρόωρη θνησιμότητα, η οποία είναι δύο φορές μεγαλύτερη από αυτή του γενικού πληθυσμού.

Η κλινική εμφάνιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας εμφανίζεται μεταξύ της ηλικίας των 20 και 40 ετών, συχνότερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες με αναλογία 2-3:1.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), τουλάχιστον το 50% των ασθενών στις ανεπτυγμένες χώρες δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται με πλήρες ωράριο εντός 10 ετών από την εμφάνισή της, πιθανώς λόγω της αναπηρίας που προκύπτει. Τα ετήσια στατιστικά εκδήλωσης της νόσου στη βόρεια Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 0,15-0,6 ανά 1000 ανθρώπους, ενώ παγκοσμίως επηρεάζεται το 0,5-1,0% του πληθυσμού.

Οι παράγοντες κινδύνου για τη νόσο αυτή είναι το φύλο, η ηλικία, το κάπνισμα, η έκθεση σε πυρίτιο και η παχυσαρκία. Ωστόσο, επειδή οι μηχανισμοί που την υποκινούν παραμένουν άγνωστοι, θεωρείται ότι υπάρχει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Έτσι, ένα θετικό οικογενειακό ιστορικό αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισής της σε τρεις έως πέντε φορές, υποδεικνύοντας μια ισχυρή γενετική προδιάθεση.

Συσσωρευμένες αποδείξεις από έρευνες δείχνουν ότι οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορούν να χωριστούν σε τουλάχιστον δύο κύριες υπομονάδες, οι οποίες ονομάζονται οροθετική ή οροαρνητική αντίστοιχα, με βάση την παρουσία ή την απουσία των ειδικών αυτοαντισωμάτων ACPA και RF, το τελευταίο είναι γνωστό και ως ρευματοειδής παράγοντας (Rheumatoid Factor). Η παρουσία αυτών των αντισωμάτων ορίζει την οροθετική μορφή ΡΑ, η οποία αποτελεί περίπου τα δύο τρίτα όλων των περιπτώσεων ασθενειών και προκαλεί συνήθως περισσότερη καταστροφή των οστών και των αρθρώσεων. Η αιτιολογία αυτών των δύο μορφών ΡΑ είναι διαφορετική όσον αφορά τόσο τους γενετικούς όσο και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες της νόσου. Η αιτιολογία και η ανάπτυξη της οροαρνητικής ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι λιγότερο κατανοητές και πιθανότατα είναι πιο ετερογενής μορφή από την οροθετική και για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν ακόμα πολλές πληροφορίες.

Ο ρευματοειδής παράγοντας (RF) είναι ένα αυτοαντίσωμα, το οποίο ανιχνεύθηκε αρχικά στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και χρησιμοποιείται έκτοτε στη διάγνωση της. Τα αντισώματα έναντι  κιτρουλλινιωμένων πρωτεϊνικών αντιγόνων (ACPAs) έχουν κερδίσει πολύ μεγάλη προσοχή πρόσφατα, ως πολύτιμος δείκτης στη διάγνωση και στην πρόβλεψη της πρόγνωσης της ΡA. Είναι το ίδιο ευαίσθητα στη διάγνωση, αλλά πιο ειδικά, ενώ παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της νόσου. Ωστόσο, και τα δύο αποτελούν μάλλον κακούς προγνωστικούς δείκτες, ενώ χρησιμοποιούνται περισσότερο ως αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την εντατική θεραπεία σε ασθενείς με οροθετική ΡA (SeroPositive RA).

Ωστόσο, και τα δύο αποτελούν μάλλον κακούς προγνωστικούς δείκτες, ενώ χρησιμοποιούνται περισσότερο ως αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την εντατική θεραπεία σε ασθενείς με οροθετική ΡA (SeroPositive RA).

Το κλασικό ανοσολογικό χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την Ρευματοειδή Αρθρίτιδα είναι η παρουσία του ρευματικού παράγοντα στο αίμα. Ωστόσο, αυτός δεν εμφανίζεται μόνο στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, αλλά και σε πολλές άλλες φλεγμονώδεις καταστάσεις και ρευματοειδής νόσους, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Sjogren, κ.ά.

Το χρονικό διάστημα εμφάνισης της νόσου δεν μπορεί να διευκρινιστεί με βάση την εμφάνιση των αντισωμάτων αυτών στο αίμα, αλλά το ότι σε γενικές γραμμές μόνο λίγα άτομα εμφανίζουν στον ορό του αίματος τους τα αυτοαντισώματα, μετά την εμφάνιση της ασθένειας των αρθρώσεων, δείχνει ότι η εμφάνιση των αντισωμάτων αυτών είναι μάλλον αιτία παρά συνέπεια ασθένειας.

Όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, έχει βρεθεί ότι ο καπνός του τσιγάρου, η σκόνη πυριτίου και γενικά η έκθεση των αεραγωγών σε επιβλαβείς παράγοντες είναι μείζονος κινδύνου, κυρίως για τους οροθετικούς, αλλά και τους οροαρνητικούς στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η ενεργοποίηση της ειδικής ανοσολογικής απόκρισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας πιθανότατα ξεκινάει στους πνεύμονες και στους σχετικούς βλεννογόνους ιστούς.

Τέλος, όσον αφορά τις θεραπείες που κυκλοφορούν για τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, οι τύποι φαρμάκων που συνιστά ο γιατρός εξαρτώνται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και το διάστημα παρουσίας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ως αυτοάνοσο νόσημα δεν υπάρχει θεραπεία που να γιατρεύει εντελώς την ασθένεια. Όλα τα φάρμακα έχουν ως στόχο να ανακουφίσουν τα συμπτώματα και να επιβραδύνουν την εξέλιξη της. Οι στόχοι των θεραπειών της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας είναι να σταματήσει η φλεγμονή στις αρθρώσεις, να ανακουφίσουν τα συμπτώματα, να αποφευχθούν οι βλάβες των αρθρώσεων και των οργάνων, να βελτιωθεί όσο γίνεται η φυσική λειτουργία και να μειωθούν οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές.

Ενδεικτικά, οι τύποι φαρμάκων που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αντιμετώπιση της νόσου ανάλογα με το στάδιο που βρίσκεται ο κάθε ασθενής είναι τα εξής: Αναλγητικά, Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, Γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη), Κλασικά συνθετικά νοσοτροποποιητικά αντιρρευματικά φάρμακα (πχ μεθροτρεξάτη), Βιολογικά νοσοτροποποιητικά αντιρρευματικά φάρμακα (ή βιολογικοί παράγοντες) (πχ Ανταλιμουμάμπη) και κάποιες φορές ενδείκνυται και η χειρουργική επέμβαση, σε περιπτώσεις ατόμων με μόνιμη βλάβη που περιορίζει την καθημερινή λειτουργία, την κινητικότητα και την ανεξαρτησία τους.

TrueMed-ForLivingMore

Tags :

ΠΟΝΟΣ ΓΟΝΑΤΑ

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ

ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΗΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑ

ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΡΕΥΜΑΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ

ΑΡΘΡΙΤΙΚΑ 

ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΡΑΥΜΕΤΟΕΙΔΟΥΣ ΑΡΘΡΙΤΙΔΑΣ

Κοινοποιήστε 

| Επικοινωνία | Η ομάδα μας | Διαφημιστείτε στη truemed.gr|  | Όροι χρήσης | Προσωπικά δεδομένα | Copyright©Truemed | |Για περισσότερη ζωή | Υγειά-διατροφή |
Designed – Developed by Premiumweb.gr

 

ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ 

© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.

Ρευματοειδής Αρθρίτιδα: Κλινική εμφάνιση και Θεραπεία

16-11-2019

Όλγα Καλδουρμίδου

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι η πιο κοινή φλεγμονώδης αρθροπάθεια παγκοσμίως.

Ανήκει στις αυτοάνοσες συστηματικές νόσους και πρόκειται για μια χρόνια, πολύπλοκη και ετερογενής ασθένεια, η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη μακροχρόνιας φλεγμονής στο αρθρικό υγρό των αρθρώσεων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την προοδευτική βλάβη των αρθρώσεων, την καταστροφή των οστών και του χόνδρου, καθώς και παραμόρφωση.

Συνεπώς, η ασθένεια χαρακτηρίζεται από αναπηρία, εξασθενημένη ποιότητα ζωής και πρόωρη θνησιμότητα, η οποία είναι δύο φορές μεγαλύτερη από αυτή του γενικού πληθυσμού.

Η κλινική εμφάνιση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας εμφανίζεται μεταξύ της ηλικίας των 20 και 40 ετών, συχνότερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες με αναλογία 2-3:1.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), τουλάχιστον το 50% των ασθενών στις ανεπτυγμένες χώρες δεν μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται με πλήρες ωράριο εντός 10 ετών από την εμφάνισή της, πιθανώς λόγω της αναπηρίας που προκύπτει. Τα ετήσια στατιστικά εκδήλωσης της νόσου στη βόρεια Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι 0,15-0,6 ανά 1000 ανθρώπους, ενώ παγκοσμίως επηρεάζεται το 0,5-1,0% του πληθυσμού.

Οι παράγοντες κινδύνου για τη νόσο αυτή είναι το φύλο, η ηλικία, το κάπνισμα, η έκθεση σε πυρίτιο και η παχυσαρκία. Ωστόσο, επειδή οι μηχανισμοί που την υποκινούν παραμένουν άγνωστοι, θεωρείται ότι υπάρχει μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Έτσι, ένα θετικό οικογενειακό ιστορικό αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισής της σε τρεις έως πέντε φορές, υποδεικνύοντας μια ισχυρή γενετική προδιάθεση.

Συσσωρευμένες αποδείξεις από έρευνες δείχνουν ότι οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορούν να χωριστούν σε τουλάχιστον δύο κύριες υπομονάδες, οι οποίες ονομάζονται οροθετική ή οροαρνητική αντίστοιχα, με βάση την παρουσία ή την απουσία των ειδικών αυτοαντισωμάτων ACPA και RF, το τελευταίο είναι γνωστό και ως ρευματοειδής παράγοντας (Rheumatoid Factor). Η παρουσία αυτών των αντισωμάτων ορίζει την οροθετική μορφή ΡΑ, η οποία αποτελεί περίπου τα δύο τρίτα όλων των περιπτώσεων ασθενειών και προκαλεί συνήθως περισσότερη καταστροφή των οστών και των αρθρώσεων. Η αιτιολογία αυτών των δύο μορφών ΡΑ είναι διαφορετική όσον αφορά τόσο τους γενετικούς όσο και τους περιβαλλοντικούς παράγοντες της νόσου. Η αιτιολογία και η ανάπτυξη της οροαρνητικής ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι λιγότερο κατανοητές και πιθανότατα είναι πιο ετερογενής μορφή από την οροθετική και για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν ακόμα πολλές πληροφορίες.

Ο ρευματοειδής παράγοντας (RF) είναι ένα αυτοαντίσωμα, το οποίο ανιχνεύθηκε αρχικά στη ρευματοειδή αρθρίτιδα και χρησιμοποιείται έκτοτε στη διάγνωση της. Τα αντισώματα έναντι  κιτρουλλινιωμένων πρωτεϊνικών αντιγόνων (ACPAs) έχουν κερδίσει πολύ μεγάλη προσοχή πρόσφατα, ως πολύτιμος δείκτης στη διάγνωση και στην πρόβλεψη της πρόγνωσης της ΡA. Είναι το ίδιο ευαίσθητα στη διάγνωση, αλλά πιο ειδικά, ενώ παίζουν σημαντικό ρόλο στην παθογένεση της νόσου. Ωστόσο, και τα δύο αποτελούν μάλλον κακούς προγνωστικούς δείκτες, ενώ χρησιμοποιούνται περισσότερο ως αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την εντατική θεραπεία σε ασθενείς με οροθετική ΡA (SeroPositive RA).

Ωστόσο, και τα δύο αποτελούν μάλλον κακούς προγνωστικούς δείκτες, ενώ χρησιμοποιούνται περισσότερο ως αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την εντατική θεραπεία σε ασθενείς με οροθετική ΡA (SeroPositive RA).

Το κλασικό ανοσολογικό χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την Ρευματοειδή Αρθρίτιδα είναι η παρουσία του ρευματικού παράγοντα στο αίμα. Ωστόσο, αυτός δεν εμφανίζεται μόνο στη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, αλλά και σε πολλές άλλες φλεγμονώδεις καταστάσεις και ρευματοειδής νόσους, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Sjogren, κ.ά.

Το χρονικό διάστημα εμφάνισης της νόσου δεν μπορεί να διευκρινιστεί με βάση την εμφάνιση των αντισωμάτων αυτών στο αίμα, αλλά το ότι σε γενικές γραμμές μόνο λίγα άτομα εμφανίζουν στον ορό του αίματος τους τα αυτοαντισώματα, μετά την εμφάνιση της ασθένειας των αρθρώσεων, δείχνει ότι η εμφάνιση των αντισωμάτων αυτών είναι μάλλον αιτία παρά συνέπεια ασθένειας.

Όσον αφορά τους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, έχει βρεθεί ότι ο καπνός του τσιγάρου, η σκόνη πυριτίου και γενικά η έκθεση των αεραγωγών σε επιβλαβείς παράγοντες είναι μείζονος κινδύνου, κυρίως για τους οροθετικούς, αλλά και τους οροαρνητικούς στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Τα ευρήματα αυτά οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η ενεργοποίηση της ειδικής ανοσολογικής απόκρισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας πιθανότατα ξεκινάει στους πνεύμονες και στους σχετικούς βλεννογόνους ιστούς.

Τέλος, όσον αφορά τις θεραπείες που κυκλοφορούν για τη Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, οι τύποι φαρμάκων που συνιστά ο γιατρός εξαρτώνται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων και το διάστημα παρουσίας της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ως αυτοάνοσο νόσημα δεν υπάρχει θεραπεία που να γιατρεύει εντελώς την ασθένεια. Όλα τα φάρμακα έχουν ως στόχο να ανακουφίσουν τα συμπτώματα και να επιβραδύνουν την εξέλιξη της. Οι στόχοι των θεραπειών της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας είναι να σταματήσει η φλεγμονή στις αρθρώσεις, να ανακουφίσουν τα συμπτώματα, να αποφευχθούν οι βλάβες των αρθρώσεων και των οργάνων, να βελτιωθεί όσο γίνεται η φυσική λειτουργία και να μειωθούν οι μακροπρόθεσμες επιπλοκές.

Ενδεικτικά, οι τύποι φαρμάκων που χρησιμοποιούνται ευρέως στην αντιμετώπιση της νόσου ανάλογα με το στάδιο που βρίσκεται ο κάθε ασθενής είναι τα εξής: Αναλγητικά, Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, Γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη), Κλασικά συνθετικά νοσοτροποποιητικά αντιρρευματικά φάρμακα (πχ μεθροτρεξάτη), Βιολογικά νοσοτροποποιητικά αντιρρευματικά φάρμακα (ή βιολογικοί παράγοντες) (πχ Ανταλιμουμάμπη) και κάποιες φορές ενδείκνυται και η χειρουργική επέμβαση, σε περιπτώσεις ατόμων με μόνιμη βλάβη που περιορίζει την καθημερινή λειτουργία, την κινητικότητα και την ανεξαρτησία τους.

TrueMed-ForLivingMore

Κοινοποιήστε 

© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.

+ posts

Αρθρογράφος
Η Όλγα Καλδουρμίδου γεννήθηκε το 1990 στην Αλεξανδρούπολη, όπου και ζει ακόμα. Είναι τελειόφοιτη φοιτήτρια του τμήματος Μοριακής Βιολογίας & Γενετικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ). Επίσης, έχει πραγματοποιήσει προπτυχιακές σπουδές στο τμήμα Ιστορίας & Εθνολογίας του ΔΠΘ την περίοδο 2009-2014. Γνωρίζει αγγλικά σε C2 επίπεδο, γαλλικά σε Β2 επίπεδο και ιαπωνικά και κορεάτικα σε βασικό επίπεδο ομιλίας. Ξεκίνησε να γράφει άρθρα για το TrueMed από τον Νοέμβριο του 2019 με βασικό θέμα τα αυτοάνοσα νοσήματα, αλλά και διάφορα θέματα που κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Ο τομέας ειδίκευσης που επιθυμεί να ασχοληθεί στο μέλλον είναι η ανοσολογία και συγκεκριμένα τα αυτοάνοσα νοσήματα.

Αριθμός άρθρων που έχει γράψει στην Truemed:  14