For Living More⚕️
🚑 Εφημερεύοντα φαρμακεία / Τηλέφωνα Α’ Ανάγκης 🚑
Βρες τις χαμηλότερες τιμές φαρμάκων 💊
Γιατί το μητρικό γάλα αρκεί για την ανάπτυξη ενος πολύπλοκου οργανισμού;
6-5-2020
Άννα Μαντά

Φυσιολογικά το νεογνό και εν συνεχεία βρέφος καταναλώνει αποκλειστικά μητρικό γάλα για τους πρώτους 6 μήνες έως τα πρώτα 2 έτη της ζωής του. Το ανθρώπινο μητρικό γάλα είναι ειδικά σχεδιασμένο για τις ανάγκες του νεογνού σε θρεπτικά αλλά και σε μη θρεπτικά συστατικά, δηλαδή βιοενεργούς παράγοντες που συμβάλλουν στην επιβίωση και υγιή ανάπτυξή του. Το μητρικό γάλα παρουσιάζει μία δυναμική στη σύστασή του, η οποία αλλάζει κατά τη διάρκεια του θηλασμού λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ μητέρας και παιδιού καθημερινά, ακόμη και μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σύσταση του μητρικού γάλακτος σχετίζονται με τη μητέρα, το περιβαλλον, τη διαχείρισή του (π.χ αποθήκευση, παστερίωση). Η κατανόηση της σύστασης του ανθρώπινου μητρικού γάλακτος παρέχει τη δυνατότητα να γίνει σωστή αντιμετώπιση των πρόωρων νεογνών, όσων γεννιούνται με κάποια ανεπάρκεια αλλά και για το πώς αυτό επηρεάζεται από την αποθήκευση και τη παστερίωση.
Στάδια της γαλουχίας
Το πρώτο υγρό που παράγεται από τις μητέρες μετά τη γέννα ονομάζεται πρωτόγαλα, το οποίο έχει συγκεκριμένο όγκο, όψη και σύσταση. Το πρωτόγαλα παράγεται σε μικρές ποσότητες τις πρώτες μέρες μεταγεννητικά και είναι πλούσιο σε ανοσολογικούς παράγονοντες όπως η ανοσοσφαιρίνη IgA, λακτοφερρίνη, λευκοκύτταρα , καθώς και παράγoντες ανάπτυξης όπως ο επιδερμικός αυξητικός παράγοντας (EGF). Επιπλέον περιέχει σημαντικά μικρές ποσότητες λακτόζης, καθώς οι λειτουργίες του περιορίζονται κυρίως στην ανοσολογική και τροφική στήριξη του νεογνού παρά τη διατροφική. Τα επίπεδα νατρίου, χλωρίου και μαγνησίου είναι υψηλότερα, τα επίπεδα καλίου και ασβεστιόυ χαμηλότερα στο πρωτόγαλα. Τα επίπεδα λακτόζης αυξάνονται καθώς αυξάνονται οι κυτταροσυνδέσεις στο επιθήλιο του μαζικού αδένα, η αναλογία νατρίου- καλίου μειώνεται, ταυτόχρονα ενεργοποιείται η εκκριτική λειτουργία και η παραγωγή του μεταβατικού γάλακτος. Η χρονική στιγμή έναρξης της έκκρισης (φάση II) και παραγωγής του μεταβατικού γάλακτος διαφέρει ανάμεσα στις γυναίκες, αλλά τυπικά τοποθετείται στις πρώτες ημέρες μετά τη γέννηση. Η καθυστέρηση της διαδικασίας παραγωγής γάλακτος >72 ώρες μετά τη γέννηση συνδέεται με πρόωρες γεννήσεις, μητρική παχυσαρκία και μπορεί να προβλεφθεί από δείκτες της μεταβολικής υγείας της μητέρας. Τέτοιοι βιοχημικοί δείκτες στο πρωτόγαλα περιλαμβάνουν τη περιεκτικότητά του σε νάτριο, την αναλογία νατρίου- καλίου, κιτρικού και λακτόζης.
Το μεταβατικό γάλα έχει κάποια χαρακτηριστικά του πρωτογάλακτος άλλα αντιπροσωπεύει μια περίοδο ενταντικής παραγωγής γάλακτος για την κάλυψη των θρεπτικών και αναπτυξιακών αναγκών του νεογνού και τυπικά διαρκεί από 5 μέρες έως και 2 εβδομάδες μετά τη γέννηση, ενώ μετά το γάλα θεωρείται πια ώριμο. Μετά τις 4-6 εβδομάδες μεταγεννητικά το γάλα είναι πλήρως ώριμο. Σε αντίθεση με τη δραματική αλλαγή στη σύσταση του γάλακτος το πρώτο μήνα ζωής, το ανθρώπινο γάλα συνεχίζει να είναι παρόμοιο σε σύσταση στη πορεία της γαλουχίας.
Θρεπτικά συστατικά στο ανθρώπινο μητρικό γάλα
Τα θρεπτικά συστατικά του μητρικού γάλακτος προέρχονται από τρεις πηγές: κάποια συντίθενται στα λακτοκύτταρα, κάποια είναι διατροφικής προέλευσης και κάποια προέρχονται από τις μητρικές αποθήκες. Γενικά η θρεπτική αξία του μητρικού γάλακτος μπορεί να διατηρηθεί σταθερά υψηλή αλλά η διατροφή της μητέρας θα πρέπει να είναι προσεκτική για τη περιεκτικότητά του σε βιταμίνες και λιπαρά οξέα.
Μακροθρεπτικά
Η περιεκτικότητα του ανθρώπινου γάλακτος σε μακροθρεπτικά διαφέρει ανάμεσα στις μητέρες και κατά τη διάρκεια γαλουχίας, αλλά συντηρείται μεταξύ των πληθυσμών αναξαρτήτως του διατροφικού προφίλ της μητέρας. Όπως φαίνεται στο πίνακα 1 η μακροθρεπτική αξία του γάλακτος εκτιμάται σε 0.9 – 1.2 g/dL πρωτείνη , 3.2 -3.6 g/dL λίπος, και 6.7 – 7.8 g/dL λακτόζη. Η θερμιδική αξία υπολογίζεται 65 – 70 kcal/dL, και οφείλεται στην υψηλή του περιεκτικότητα σε λίπος. H μακροθρεπτική σύσταση μεταξύ ώριμου και άωρου γάλακτος διαφέρει, με το πρόωρο να είναι πλουσιότερο σε πρωτεϊνη και λίπος. Μία μελέτη στο Davis, California εξέτασε τη σχέση μεταξύ των χαρακτηριστικών της μητέρας και της συστασης του γάλακτός της σε μακροθρεπτικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μετά από 4 μήνες από τη γέννηση, τα μακροθρεπτικά σχετίζονται με τους εξής παράγοντες: το βάρος της μητέρας, πρόσληψη πρωτεϊνης, τεκνοποίηση, ο καταμηνιος κύκλος, και η συχνότητα νοσηλείας της. Η έρευνα αυτή περιγράφει ότι μητέρες που παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες γάλακτος, έχουν γάλα πλούσιο σε λακτόζη και λιγότερο σε πρωτεινη και λίπος.

Οι πρωτείνες του γάλακτος χωρίζονται σε πρωτεϊνη ορού γάλακτος και τμήματα ή σύμπλοκα καζεϊνης καθένα από τα οποία περιλαμβάνουν σημαντική ποσότητα πρωτεϊνων και πεπτιδίων. Οι πρωτεϊνες που αφθονούν είναι η καζεϊνη, α-λακταλβουμίνη, λακτοφερρίνη, ανοσοσφαίρίνη IgA, λυσοζύμη και αλβουμίνη ορού. Μη πρωτεϊνικά-αζωτούχα σύμπλοκα, περιλαμβάνουν ουρία, ουρικό οξύ, κρεατινίνη, αμινοξέα, και νουκλεοτίδια, αποτελούν το 25% του αζώτου του μητρικού γάλακτος. Επιπλέον το πρωτεϊνικό φορτίο του γάλακτος των μητέρων που προχώρησαν σε πρόωρο τοκετό ήταν μεγαλύτερο συγκριτικά με το γάλα ύστερα από φυσιολογικό τοκετό. Τα επίπεδα πρωτεϊνης βέβαια ελλατώνονται στις 4-6 εβδομάδες ανεξάρτητα της γέννας. Η περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος σε πρωτεϊνη δεν επηρεάζεται από τη διατροφή της μητέρας, αλλά αυξάνεται σε αυξημένο βάρος της μητέρας και μειώνεται σε μεγαλύτερο όγκο γάλακτος.

Το λίπος του μητρικού γάλακτος χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα παλμιτικού και ολεϊκού οξέως, σε μικρότερο ποσοστό τριγλυκερίδια. Επιπλέον το λίπος διαφέρει σε ποσότητα στο γάλα ακόμη και μέσα στη μέρα, χαρακτηριστικό είναι ότι το γάλα στο τέλος της σίτισης του βρέφους (hindmilk) είναι 2-3 φορές πλουσιότερο σε λίπη συγκριτικά με το γάλα στην αρχή της σίτισής του (foremilk). Μια εργασία όπου μελετήθηκαν 71 μητέρες για 24ώρες απέδειξε ότι η περιεκτικότητα του γάλακτός τους σε λιπαρά ήταν σημαντικά μικρή τη νύχτα και το πρωί, σε αντίθεση με τα γεύματα που έκανε το μωρό το απόγευμα και πριν τον ύπνο. Σε άλλη έρευνα συσχετίστηκε αυτή η αλλαγή των λιπαρών με τη πρόσληψη πρωτεϊνης από τη μητέρα σε ποσοστό 25%.
Το πόσο πλούσιο είναι το μητρικό γάλα σε λιπαρά οξέα ποικίλει ανάλογα με το διατροφικό προφίλ της μητέρας και συγκεκριμένα με το αν αυτή καταναλώνει πολυακόρεστα λιπαρά (ωμέγα 3 και 6). Στο δυτικό κόσμο παρατηρείται μεγαλύτερη κατανάλωση ωμέγα 6 λιπαρών και σε μικρότερο ποσοστό ωμεγα 3. Ενώ έλλειψη σε δοκοσαχεξανοϊκό οξύ (DHA) στο μητρικό γάλα βρίσκουμε συχνότερα στη βόρεια Αμερική.
Η κύρια πηγή ζάχαρης στο μητρικό γάλα είναι ο δισακχαρίτης λακτόζη. Η συγκέντρωσή της στο γάλα είναι συνήθως σταθερή,ενώ η ποσότητά της είναι αυξημένη σε μητέρες που παράγουν μεγαλύτερο όγκο γάλακτος. Άλλοι σημαντικοί υδατάνθρακες στο μητρικό γάλα είναι οι ολιγοσακχαρίτες που αποτελούν το 1 g/dL ανάλογα με το στάδιο γαλουχίας και το γενετικό προφίλ της μητέρας. Οι ολιγοσακχαρίτες συγκαταλέγονται ανάμεσα στους μη θρεπτικούς βιοενεργούς παράγοντες.
Μικροθρεπτικά
Το μητρικό γάλα παρέχει όλα τα βασικά συστατικά που απαιτεί η διατροφή του νεογνού. Παρολα αυτά πολλά μικροθρεπτικά συστατικά ποικίλουν σε ποσότητα μέσα στο γάλα καθώς εξαρτώνται από τη διατροφή της μητέρας και της ‘αποθήκες’ της, αυτά αφορούν την A, B1, B2, B6, B12, D, και το ιώδιο. Η διατροφή της μητέρας βέβαια δεν είναι πάντα κατάλληλη συνεπώς συστήνονται σκευάσματα πολυβιταμινούχα για την κάλυψη των αναγκών της. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η βιταμίνη Κ είναι σημαντικά χαμηλή στο μητρικό γάλα και δε σχετίζεται με τη διατροφή της μητέρας, ενώ η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιάτρων προτείνει τη λήψη της Κ ενδοφλέβια για να αποφευχθεί αιμορραγική ασθένεια στο νεογνό. Η βιταμίνη D επίσης συναντάται σε μκρή ποσότητα στο μητρικό γάλα κυρίως λόγω περιορισμένης έκθεσης της μητέρας στον ήλιο.
Βιοενεργα συστατικά και η πηγή τους
Τα βιοενεργά συστατικά της τροφής είναι ουσίες που επηρεάζουν βιολογικές διαδικασίες ή υποστρώματα που σχετίζονται με τη λειτουργικότητα ή τη κατάσταση του ανθρώπινου σώματος και τη γενική υγεία. Τα βιοενεργά συστατικά του γάλακτος προέρχονται είτε από το επιθήλιο του μαζικού αδένα, από κύτταρα που περιέχονται μέσα στο μητρικό γάλα είτε μεταφέρονται από το μητρικό ορό με μεταφορείς.
Επιπλέον η έκκριση της λιποσφαιρίνης του γάλακτος (MFG) στο γάλα από το μαζικό επιθήλιο μεταφέρει στο μητρικό γάλα μια μεγάλη ποικιλία πρωτεϊνών και λιπιδίων που συνδέονται με τις μεμβράνες. Για παράδειγμα στις γυναικές σε φάση γαλουχίας B λεμφοκύτταρα στο μαζικό αδένα ήταν υποδοχείς ανοσοσφαιρίνων (pIgR) που μετέφεραν IgA μέσω της μεμβράνης στον εκφορητικό πόρο του αδένα. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τον αυξητικό παράγοντα του ενδοθηλίου των αγγείων (VEGF),που υπολογίζεται σε ποσότητες σημαντικά ψηλότερες στο μητρικό γάλα από ότι στο μητρικό ορό, γεγονός που μαρτυρά την προέλευσή του από το μαζικό αδένα.
Αυξητικοί παράγοντες
Το μητρικό γάλα περιέχει πολυάριθμους αυξητικούς παράγοντες που έχουν μεγάλου εύρους επιδράσεις στην εντερική οδό, το νευρικό σύστημα και το ενδοκρινικό σύστημα του νεογνού.
Ωρίμανση εντέρου και επιδιόρθωση : Επιδερμικός αυξητικός παράγοντας (EGF)
Βρέθηκε ότι τόσο στο αμνιακό υγρό και το μητρικό γάλα ο EGF είναι σημαντικός για την ωρίμανση και την επούλωση του εντερικού βλεννογόνου. Ο EGF είναι ανθεκτικός στο χαμηλό ph και τα πεπτικά ένζυμα, συνεπώς διέρχεται στο έντερο άθικτος όπου σηματοδοτεί τη σύνθεση του DNA στα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου, το πολλαπλασιασμό των κυττάρων, την απορρόφηση νερού και γλυκόζης, πρωτεϊνοσύνθεση. Ο EGF στο έντερο λειτουργεί με μια σειρά προστατευτικών για το βλεννογόνο μηχανισμών όπως παρεμπόδιση του κυτταρικού θανάτου, επιδιόρθωση μεταλλάξεων που προκαλούνται από τον προφλεγμονώδη TNF–a στις πρωτεϊνες που συνδέουν τα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου και του ήπατος. Ο αυξητικός παράγοντας που συνδέεται με την ηπαρίνη είναι μέλος της οικογένειας των EGF και υπεύθυνος για την επιδιόρθωση των βλαβών που ακολουθούν την υποξία, την ισχαιμία, το αιμορραγικό σοκ και τη νεκρωτική εντεροκολίτιδα. Ο EGF βρίσκεται σε μεγαλύτερη ποσότητα στο πρωτόγαλα και ελλατώνεται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
Αύξηση και ανάπτυξη του εντερικού νευρικού συστήματος: αυξητικός παράγοντας νευρικών κυττάρων
Η ανωριμότητα του νεογνικού εντέρου απαιτεί την ανάπτυξη του εντερικού νευρικού συστήματος με την παρουσία του νευροτροφικού παράγοντα προερχόμενου από τον εγκέφαλο (BDΝF) καθώς και του νευροτροφικού παράγοντα κυτταρικής σειράς νευρογλοιακών κυττάρων (GDNF). O BDNF προάγει το περισταλτισμό, μία λειτουργία που δεν χαρακτηρίζει το άωρο έντερο, ενώ ο GDNF αυξάνει την επιβίωση των νευρώνων.
Αύξηση των ιστών: IGF αυξητικός παράγοντας ινσουλίνης
Ο IGF–I, IGF–II, οι πρωτεϊνες πρόσδεσης του IGF καθώς και οι IGF-ειδικές πρωτεάσες συναντώνται στο μητρικό γάλα. Τα επίπεδά τους είναι υψηλότερα στο πρωτόγαλα και μειώνονται σταθερά με τη πρόοδο της γαλουχίας. Τα νεογνά που θήλαζουν έχουν μεγαλύτερη ποσότητα ΙGF–I στον ορό τους. Ο IGF επαναρροφάται στη βιοενεργή του μορφή από το έντερο και μεταφέρεται στο αίμα.
Αγγειακός Αυξητικός παράγοντας (VEGF) και Ερυθροποιητίνη (EPO)
Ο VEGF είναι γνωστός για τη καταλυτική συμμετοχή του στην αγγειογένεση, βρίσκεται άφθονος στο πρωτόγαλα, τόσο στο πρόωρο και ώριμο γάλα. Στη αμφιβληστροειδοπάθεια της προωρότητας (ROP) πιστεύεται ότι η ανωριμότητα των πνευμόνων, η υποβοηθούμενη οξυγόνωση και η έλλειψη VEFG οδηγούν σε αδυναμία αιμάτωσης του αμφιβληστροειδούς, συνεπώς το μητρικό γάλα μπορεί να αποτρέψει τη πρόοδο της παθολογίας.
Επιπλέον το μητρικό γάλα χαρακτηρίζεται από υψηλή ποσότητα ερυθροποιητίνης EPO, μίας ορμόνης που είναι υπεύθυνη για την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Συνεπώς το μητρικό γάλα προστατεύει το νεογνό από αναιμία λόγω προωρότητας. Σημαντικό είναι ότι η EPO μπορεί να βοηθήσει στη πρόληψη μετάδοσης του HIV από οροθετική μητέρα αλλά και να μειώσει το κίνδυνο εμφάνισης νεκρωτικής εντεροκολίτιδας.
Καλσιτονίνη, Σωματοστατίνη και αδιπονεκτίνη
Η καλσιτονίνη και η πρόκαλσιτονίνη βρίσκονται σε αφθονία στο μητρικό γάλα, όπως και η σωματοστατίνη, της οποίας η λειτουργία στο μητρικό γάλα ακόμη διερευνάται. Τα νευρικά κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου εκφράζουν τον υποδοχέα καλσιτονής (CTR–ir) από τη γέννα, συνεπώς η καλσιτονίνη απορροφάται από το εντερικό βλεννογόνο του εμβρύου.
Η αδιπονεκτίνη επηρεάζει το μεταβολισμό των εμβρύων, καταστέλλει τη φλεγμονή και προστατεύει από τη παχυσαρκία στη μετέπειτα ζωή.
Ανοσολογικοί παράγοντες
Το μητρικό γάλα προστατεύει το νεογνό από φλεγμονή και μολύνσεις, καθώς το πρωτόγαλα είναι εμπλουτισμένο με ανοσιακούς παράγοντες που εξασφαλίζουν την επιβίωση του νεογνού.
Συγκεκριμένα περιέχει πλυάδα κυττάρων όπως μακροφάγα, Τ λεμφοκύτταρα, βλαστικά κύτταρα και λεμφοκύτταρα. Στην αρχή της γαλουχίας το νεογνό που θηλάζει καταναλώνει μέσω του γάλακτος 10ˡ⁰ λευκοκύτταρα. Η σχετική ποσότητα των κυττάρων αυτών στο μητρικό γάλα διαφέρει μεταξύ των γυναικών αλλά και μεταξύ των νεογνών που ανέπτυξαν αλλεργία. Περίπου το 80% των κυττάρων αυτών είναι μακροφάγα, μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος που διέρχονται μέσω του επιθηλίου του μαζικού αδένα στο γάλα.
Χωρίς χημειοτακτισμό δεν θα μπορούσε να πυροδοτηθεί η μετακίνηση άλλων κυττάρων του ανοσιακού συστήματος του ίδιου του εμβρύου ώστε σταδιακά να ανεξαρτητοποιηθεί από τα μητρικά έτοιμα αντισώματα. Η οικογένεια των TGF-β κυτταροκινών είναι σε αφθονία ενώ οι προφλεγμονώδεις παράγοντες TNF–a, IL-6,IL-8, INF-γ υπάρχουν σε μικρότερο ποσοστό που φθίνει με τη πάροδο της γαλουχίας. Χαρακτηριστικά ανιχνεύονται υψηλά ποσοστά IL-6,-8 στη μαστίστιδα.
Για την ανάπτυξη των σαπροφυτικών μικροοργανισμών στο πεπτικό σωλήνα του νεογνού, στο μητρικό γάλα συναντάμε ολιγοσακχαρίτες HMOS μεγέθους 3-32 σάκχαρα. Πρόκειται για πρεβιοτικούς παράγοντες που προάγουν εκλεκτικά την ανάπτυξη μικροοργανισμών που αποτελούν τη μικροβιακή χλωρίδα.
ΜΑΝΤΑ ΑΝΝΑ
Πηγή
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3586783/
Κοινοποιήστε
ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
| Επικοινωνία | Η ομάδα μας | Διαφημιστείτε στη truemed.gr| | Όροι χρήσης | Προσωπικά δεδομένα | Copyright©Truemed | |Για περισσότερη ζωή | Υγειά-διατροφή |
Designed – Developed by Premiumweb.gr
ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ

© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.
Γιατί το μητρικό γάλα αρκεί για την ανάπτυξη ενος πολύπλοκου οργανισμού;
6-5-2020
Άννα Μαντά

Φυσιολογικά το νεογνό και εν συνεχεία βρέφος καταναλώνει αποκλειστικά μητρικό γάλα για τους πρώτους 6 μήνες έως τα πρώτα 2 έτη της ζωής του. Το ανθρώπινο μητρικό γάλα είναι ειδικά σχεδιασμένο για τις ανάγκες του νεογνού σε θρεπτικά αλλά και σε μη θρεπτικά συστατικά, δηλαδή βιοενεργούς παράγοντες που συμβάλλουν στην επιβίωση και υγιή ανάπτυξή του. Το μητρικό γάλα παρουσιάζει μία δυναμική στη σύστασή του, η οποία αλλάζει κατά τη διάρκεια του θηλασμού λόγω της αλληλεπίδρασης μεταξύ μητέρας και παιδιού καθημερινά, ακόμη και μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τη σύσταση του μητρικού γάλακτος σχετίζονται με τη μητέρα, το περιβαλλον, τη διαχείρισή του (π.χ αποθήκευση, παστερίωση). Η κατανόηση της σύστασης του ανθρώπινου μητρικού γάλακτος παρέχει τη δυνατότητα να γίνει σωστή αντιμετώπιση των πρόωρων νεογνών, όσων γεννιούνται με κάποια ανεπάρκεια αλλά και για το πώς αυτό επηρεάζεται από την αποθήκευση και τη παστερίωση.
Στάδια της γαλουχίας
Το πρώτο υγρό που παράγεται από τις μητέρες μετά τη γέννα ονομάζεται πρωτόγαλα, το οποίο έχει συγκεκριμένο όγκο, όψη και σύσταση. Το πρωτόγαλα παράγεται σε μικρές ποσότητες τις πρώτες μέρες μεταγεννητικά και είναι πλούσιο σε ανοσολογικούς παράγονοντες όπως η ανοσοσφαιρίνη IgA, λακτοφερρίνη, λευκοκύτταρα , καθώς και παράγoντες ανάπτυξης όπως ο επιδερμικός αυξητικός παράγοντας (EGF). Επιπλέον περιέχει σημαντικά μικρές ποσότητες λακτόζης, καθώς οι λειτουργίες του περιορίζονται κυρίως στην ανοσολογική και τροφική στήριξη του νεογνού παρά τη διατροφική. Τα επίπεδα νατρίου, χλωρίου και μαγνησίου είναι υψηλότερα, τα επίπεδα καλίου και ασβεστιόυ χαμηλότερα στο πρωτόγαλα. Τα επίπεδα λακτόζης αυξάνονται καθώς αυξάνονται οι κυτταροσυνδέσεις στο επιθήλιο του μαζικού αδένα, η αναλογία νατρίου- καλίου μειώνεται, ταυτόχρονα ενεργοποιείται η εκκριτική λειτουργία και η παραγωγή του μεταβατικού γάλακτος. Η χρονική στιγμή έναρξης της έκκρισης (φάση II) και παραγωγής του μεταβατικού γάλακτος διαφέρει ανάμεσα στις γυναίκες, αλλά τυπικά τοποθετείται στις πρώτες ημέρες μετά τη γέννηση. Η καθυστέρηση της διαδικασίας παραγωγής γάλακτος >72 ώρες μετά τη γέννηση συνδέεται με πρόωρες γεννήσεις, μητρική παχυσαρκία και μπορεί να προβλεφθεί από δείκτες της μεταβολικής υγείας της μητέρας. Τέτοιοι βιοχημικοί δείκτες στο πρωτόγαλα περιλαμβάνουν τη περιεκτικότητά του σε νάτριο, την αναλογία νατρίου- καλίου, κιτρικού και λακτόζης.
Το μεταβατικό γάλα έχει κάποια χαρακτηριστικά του πρωτογάλακτος άλλα αντιπροσωπεύει μια περίοδο ενταντικής παραγωγής γάλακτος για την κάλυψη των θρεπτικών και αναπτυξιακών αναγκών του νεογνού και τυπικά διαρκεί από 5 μέρες έως και 2 εβδομάδες μετά τη γέννηση, ενώ μετά το γάλα θεωρείται πια ώριμο. Μετά τις 4-6 εβδομάδες μεταγεννητικά το γάλα είναι πλήρως ώριμο. Σε αντίθεση με τη δραματική αλλαγή στη σύσταση του γάλακτος το πρώτο μήνα ζωής, το ανθρώπινο γάλα συνεχίζει να είναι παρόμοιο σε σύσταση στη πορεία της γαλουχίας.
Θρεπτικά συστατικά στο ανθρώπινο μητρικό γάλα
Τα θρεπτικά συστατικά του μητρικού γάλακτος προέρχονται από τρεις πηγές: κάποια συντίθενται στα λακτοκύτταρα, κάποια είναι διατροφικής προέλευσης και κάποια προέρχονται από τις μητρικές αποθήκες. Γενικά η θρεπτική αξία του μητρικού γάλακτος μπορεί να διατηρηθεί σταθερά υψηλή αλλά η διατροφή της μητέρας θα πρέπει να είναι προσεκτική για τη περιεκτικότητά του σε βιταμίνες και λιπαρά οξέα.
Μακροθρεπτικά
Η περιεκτικότητα του ανθρώπινου γάλακτος σε μακροθρεπτικά διαφέρει ανάμεσα στις μητέρες και κατά τη διάρκεια γαλουχίας, αλλά συντηρείται μεταξύ των πληθυσμών αναξαρτήτως του διατροφικού προφίλ της μητέρας. Όπως φαίνεται στο πίνακα 1 η μακροθρεπτική αξία του γάλακτος εκτιμάται σε 0.9 – 1.2 g/dL πρωτείνη , 3.2 -3.6 g/dL λίπος, και 6.7 – 7.8 g/dL λακτόζη. Η θερμιδική αξία υπολογίζεται 65 – 70 kcal/dL, και οφείλεται στην υψηλή του περιεκτικότητα σε λίπος. H μακροθρεπτική σύσταση μεταξύ ώριμου και άωρου γάλακτος διαφέρει, με το πρόωρο να είναι πλουσιότερο σε πρωτεϊνη και λίπος. Μία μελέτη στο Davis, California εξέτασε τη σχέση μεταξύ των χαρακτηριστικών της μητέρας και της συστασης του γάλακτός της σε μακροθρεπτικά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μετά από 4 μήνες από τη γέννηση, τα μακροθρεπτικά σχετίζονται με τους εξής παράγοντες: το βάρος της μητέρας, πρόσληψη πρωτεϊνης, τεκνοποίηση, ο καταμηνιος κύκλος, και η συχνότητα νοσηλείας της. Η έρευνα αυτή περιγράφει ότι μητέρες που παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες γάλακτος, έχουν γάλα πλούσιο σε λακτόζη και λιγότερο σε πρωτεινη και λίπος.

Οι πρωτείνες του γάλακτος χωρίζονται σε πρωτεϊνη ορού γάλακτος και τμήματα ή σύμπλοκα καζεϊνης καθένα από τα οποία περιλαμβάνουν σημαντική ποσότητα πρωτεϊνων και πεπτιδίων. Οι πρωτεϊνες που αφθονούν είναι η καζεϊνη, α-λακταλβουμίνη, λακτοφερρίνη, ανοσοσφαίρίνη IgA, λυσοζύμη και αλβουμίνη ορού. Μη πρωτεϊνικά-αζωτούχα σύμπλοκα, περιλαμβάνουν ουρία, ουρικό οξύ, κρεατινίνη, αμινοξέα, και νουκλεοτίδια, αποτελούν το 25% του αζώτου του μητρικού γάλακτος. Επιπλέον το πρωτεϊνικό φορτίο του γάλακτος των μητέρων που προχώρησαν σε πρόωρο τοκετό ήταν μεγαλύτερο συγκριτικά με το γάλα ύστερα από φυσιολογικό τοκετό. Τα επίπεδα πρωτεϊνης βέβαια ελλατώνονται στις 4-6 εβδομάδες ανεξάρτητα της γέννας. Η περιεκτικότητα του μητρικού γάλακτος σε πρωτεϊνη δεν επηρεάζεται από τη διατροφή της μητέρας, αλλά αυξάνεται σε αυξημένο βάρος της μητέρας και μειώνεται σε μεγαλύτερο όγκο γάλακτος.

Το λίπος του μητρικού γάλακτος χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα παλμιτικού και ολεϊκού οξέως, σε μικρότερο ποσοστό τριγλυκερίδια. Επιπλέον το λίπος διαφέρει σε ποσότητα στο γάλα ακόμη και μέσα στη μέρα, χαρακτηριστικό είναι ότι το γάλα στο τέλος της σίτισης του βρέφους (hindmilk) είναι 2-3 φορές πλουσιότερο σε λίπη συγκριτικά με το γάλα στην αρχή της σίτισής του (foremilk). Μια εργασία όπου μελετήθηκαν 71 μητέρες για 24ώρες απέδειξε ότι η περιεκτικότητα του γάλακτός τους σε λιπαρά ήταν σημαντικά μικρή τη νύχτα και το πρωί, σε αντίθεση με τα γεύματα που έκανε το μωρό το απόγευμα και πριν τον ύπνο. Σε άλλη έρευνα συσχετίστηκε αυτή η αλλαγή των λιπαρών με τη πρόσληψη πρωτεϊνης από τη μητέρα σε ποσοστό 25%.
Το πόσο πλούσιο είναι το μητρικό γάλα σε λιπαρά οξέα ποικίλει ανάλογα με το διατροφικό προφίλ της μητέρας και συγκεκριμένα με το αν αυτή καταναλώνει πολυακόρεστα λιπαρά (ωμέγα 3 και 6). Στο δυτικό κόσμο παρατηρείται μεγαλύτερη κατανάλωση ωμέγα 6 λιπαρών και σε μικρότερο ποσοστό ωμεγα 3. Ενώ έλλειψη σε δοκοσαχεξανοϊκό οξύ (DHA) στο μητρικό γάλα βρίσκουμε συχνότερα στη βόρεια Αμερική.
Η κύρια πηγή ζάχαρης στο μητρικό γάλα είναι ο δισακχαρίτης λακτόζη. Η συγκέντρωσή της στο γάλα είναι συνήθως σταθερή,ενώ η ποσότητά της είναι αυξημένη σε μητέρες που παράγουν μεγαλύτερο όγκο γάλακτος. Άλλοι σημαντικοί υδατάνθρακες στο μητρικό γάλα είναι οι ολιγοσακχαρίτες που αποτελούν το 1 g/dL ανάλογα με το στάδιο γαλουχίας και το γενετικό προφίλ της μητέρας. Οι ολιγοσακχαρίτες συγκαταλέγονται ανάμεσα στους μη θρεπτικούς βιοενεργούς παράγοντες.
Μικροθρεπτικά
Το μητρικό γάλα παρέχει όλα τα βασικά συστατικά που απαιτεί η διατροφή του νεογνού. Παρολα αυτά πολλά μικροθρεπτικά συστατικά ποικίλουν σε ποσότητα μέσα στο γάλα καθώς εξαρτώνται από τη διατροφή της μητέρας και της ‘αποθήκες’ της, αυτά αφορούν την A, B1, B2, B6, B12, D, και το ιώδιο. Η διατροφή της μητέρας βέβαια δεν είναι πάντα κατάλληλη συνεπώς συστήνονται σκευάσματα πολυβιταμινούχα για την κάλυψη των αναγκών της. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η βιταμίνη Κ είναι σημαντικά χαμηλή στο μητρικό γάλα και δε σχετίζεται με τη διατροφή της μητέρας, ενώ η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιάτρων προτείνει τη λήψη της Κ ενδοφλέβια για να αποφευχθεί αιμορραγική ασθένεια στο νεογνό. Η βιταμίνη D επίσης συναντάται σε μκρή ποσότητα στο μητρικό γάλα κυρίως λόγω περιορισμένης έκθεσης της μητέρας στον ήλιο.
Βιοενεργα συστατικά και η πηγή τους
Τα βιοενεργά συστατικά της τροφής είναι ουσίες που επηρεάζουν βιολογικές διαδικασίες ή υποστρώματα που σχετίζονται με τη λειτουργικότητα ή τη κατάσταση του ανθρώπινου σώματος και τη γενική υγεία. Τα βιοενεργά συστατικά του γάλακτος προέρχονται είτε από το επιθήλιο του μαζικού αδένα, από κύτταρα που περιέχονται μέσα στο μητρικό γάλα είτε μεταφέρονται από το μητρικό ορό με μεταφορείς.
Επιπλέον η έκκριση της λιποσφαιρίνης του γάλακτος (MFG) στο γάλα από το μαζικό επιθήλιο μεταφέρει στο μητρικό γάλα μια μεγάλη ποικιλία πρωτεϊνών και λιπιδίων που συνδέονται με τις μεμβράνες. Για παράδειγμα στις γυναικές σε φάση γαλουχίας B λεμφοκύτταρα στο μαζικό αδένα ήταν υποδοχείς ανοσοσφαιρίνων (pIgR) που μετέφεραν IgA μέσω της μεμβράνης στον εκφορητικό πόρο του αδένα. Ένα άλλο παράδειγμα αφορά τον αυξητικό παράγοντα του ενδοθηλίου των αγγείων (VEGF),που υπολογίζεται σε ποσότητες σημαντικά ψηλότερες στο μητρικό γάλα από ότι στο μητρικό ορό, γεγονός που μαρτυρά την προέλευσή του από το μαζικό αδένα.
Αυξητικοί παράγοντες
Το μητρικό γάλα περιέχει πολυάριθμους αυξητικούς παράγοντες που έχουν μεγάλου εύρους επιδράσεις στην εντερική οδό, το νευρικό σύστημα και το ενδοκρινικό σύστημα του νεογνού.
Ωρίμανση εντέρου και επιδιόρθωση : Επιδερμικός αυξητικός παράγοντας (EGF)
Βρέθηκε ότι τόσο στο αμνιακό υγρό και το μητρικό γάλα ο EGF είναι σημαντικός για την ωρίμανση και την επούλωση του εντερικού βλεννογόνου. Ο EGF είναι ανθεκτικός στο χαμηλό ph και τα πεπτικά ένζυμα, συνεπώς διέρχεται στο έντερο άθικτος όπου σηματοδοτεί τη σύνθεση του DNA στα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου, το πολλαπλασιασμό των κυττάρων, την απορρόφηση νερού και γλυκόζης, πρωτεϊνοσύνθεση. Ο EGF στο έντερο λειτουργεί με μια σειρά προστατευτικών για το βλεννογόνο μηχανισμών όπως παρεμπόδιση του κυτταρικού θανάτου, επιδιόρθωση μεταλλάξεων που προκαλούνται από τον προφλεγμονώδη TNF–a στις πρωτεϊνες που συνδέουν τα κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου και του ήπατος. Ο αυξητικός παράγοντας που συνδέεται με την ηπαρίνη είναι μέλος της οικογένειας των EGF και υπεύθυνος για την επιδιόρθωση των βλαβών που ακολουθούν την υποξία, την ισχαιμία, το αιμορραγικό σοκ και τη νεκρωτική εντεροκολίτιδα. Ο EGF βρίσκεται σε μεγαλύτερη ποσότητα στο πρωτόγαλα και ελλατώνεται κατά τη διάρκεια της γαλουχίας.
Αύξηση και ανάπτυξη του εντερικού νευρικού συστήματος: αυξητικός παράγοντας νευρικών κυττάρων
Η ανωριμότητα του νεογνικού εντέρου απαιτεί την ανάπτυξη του εντερικού νευρικού συστήματος με την παρουσία του νευροτροφικού παράγοντα προερχόμενου από τον εγκέφαλο (BDΝF) καθώς και του νευροτροφικού παράγοντα κυτταρικής σειράς νευρογλοιακών κυττάρων (GDNF). O BDNF προάγει το περισταλτισμό, μία λειτουργία που δεν χαρακτηρίζει το άωρο έντερο, ενώ ο GDNF αυξάνει την επιβίωση των νευρώνων.
Αύξηση των ιστών: IGF αυξητικός παράγοντας ινσουλίνης
Ο IGF–I, IGF–II, οι πρωτεϊνες πρόσδεσης του IGF καθώς και οι IGF-ειδικές πρωτεάσες συναντώνται στο μητρικό γάλα. Τα επίπεδά τους είναι υψηλότερα στο πρωτόγαλα και μειώνονται σταθερά με τη πρόοδο της γαλουχίας. Τα νεογνά που θήλαζουν έχουν μεγαλύτερη ποσότητα ΙGF–I στον ορό τους. Ο IGF επαναρροφάται στη βιοενεργή του μορφή από το έντερο και μεταφέρεται στο αίμα.
Αγγειακός Αυξητικός παράγοντας (VEGF) και Ερυθροποιητίνη (EPO)
Ο VEGF είναι γνωστός για τη καταλυτική συμμετοχή του στην αγγειογένεση, βρίσκεται άφθονος στο πρωτόγαλα, τόσο στο πρόωρο και ώριμο γάλα. Στη αμφιβληστροειδοπάθεια της προωρότητας (ROP) πιστεύεται ότι η ανωριμότητα των πνευμόνων, η υποβοηθούμενη οξυγόνωση και η έλλειψη VEFG οδηγούν σε αδυναμία αιμάτωσης του αμφιβληστροειδούς, συνεπώς το μητρικό γάλα μπορεί να αποτρέψει τη πρόοδο της παθολογίας.
Επιπλέον το μητρικό γάλα χαρακτηρίζεται από υψηλή ποσότητα ερυθροποιητίνης EPO, μίας ορμόνης που είναι υπεύθυνη για την παραγωγή ερυθρών αιμοσφαιρίων. Συνεπώς το μητρικό γάλα προστατεύει το νεογνό από αναιμία λόγω προωρότητας. Σημαντικό είναι ότι η EPO μπορεί να βοηθήσει στη πρόληψη μετάδοσης του HIV από οροθετική μητέρα αλλά και να μειώσει το κίνδυνο εμφάνισης νεκρωτικής εντεροκολίτιδας.
Καλσιτονίνη, Σωματοστατίνη και αδιπονεκτίνη
Η καλσιτονίνη και η πρόκαλσιτονίνη βρίσκονται σε αφθονία στο μητρικό γάλα, όπως και η σωματοστατίνη, της οποίας η λειτουργία στο μητρικό γάλα ακόμη διερευνάται. Τα νευρικά κύτταρα του εντερικού βλεννογόνου εκφράζουν τον υποδοχέα καλσιτονής (CTR–ir) από τη γέννα, συνεπώς η καλσιτονίνη απορροφάται από το εντερικό βλεννογόνο του εμβρύου.
Η αδιπονεκτίνη επηρεάζει το μεταβολισμό των εμβρύων, καταστέλλει τη φλεγμονή και προστατεύει από τη παχυσαρκία στη μετέπειτα ζωή.
Ανοσολογικοί παράγοντες
Το μητρικό γάλα προστατεύει το νεογνό από φλεγμονή και μολύνσεις, καθώς το πρωτόγαλα είναι εμπλουτισμένο με ανοσιακούς παράγοντες που εξασφαλίζουν την επιβίωση του νεογνού.
Συγκεκριμένα περιέχει πλυάδα κυττάρων όπως μακροφάγα, Τ λεμφοκύτταρα, βλαστικά κύτταρα και λεμφοκύτταρα. Στην αρχή της γαλουχίας το νεογνό που θηλάζει καταναλώνει μέσω του γάλακτος 10ˡ⁰ λευκοκύτταρα. Η σχετική ποσότητα των κυττάρων αυτών στο μητρικό γάλα διαφέρει μεταξύ των γυναικών αλλά και μεταξύ των νεογνών που ανέπτυξαν αλλεργία. Περίπου το 80% των κυττάρων αυτών είναι μακροφάγα, μονοκύτταρα του περιφερικού αίματος που διέρχονται μέσω του επιθηλίου του μαζικού αδένα στο γάλα.
Χωρίς χημειοτακτισμό δεν θα μπορούσε να πυροδοτηθεί η μετακίνηση άλλων κυττάρων του ανοσιακού συστήματος του ίδιου του εμβρύου ώστε σταδιακά να ανεξαρτητοποιηθεί από τα μητρικά έτοιμα αντισώματα. Η οικογένεια των TGF-β κυτταροκινών είναι σε αφθονία ενώ οι προφλεγμονώδεις παράγοντες TNF–a, IL-6,IL-8, INF-γ υπάρχουν σε μικρότερο ποσοστό που φθίνει με τη πάροδο της γαλουχίας. Χαρακτηριστικά ανιχνεύονται υψηλά ποσοστά IL-6,-8 στη μαστίστιδα.
Για την ανάπτυξη των σαπροφυτικών μικροοργανισμών στο πεπτικό σωλήνα του νεογνού, στο μητρικό γάλα συναντάμε ολιγοσακχαρίτες HMOS μεγέθους 3-32 σάκχαρα. Πρόκειται για πρεβιοτικούς παράγοντες που προάγουν εκλεκτικά την ανάπτυξη μικροοργανισμών που αποτελούν τη μικροβιακή χλωρίδα.
ΜΑΝΤΑ ΑΝΝΑ
Πηγή
https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC3586783/
Κοινοποιήστε
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.

Το μέλος αυτό έχει μπει στην ομάδα της TrueMed, αλλά ακόμα δεν εχει συνεισφέρει κάποιο άρθρο στην σελίδα μας.