Η μέθοδος της μεταμόσχευσης κοπράνων στην αντιμετώπιση της κολίτιδας από το βακτήριο C. difficile

 21-10-2020

 Χρήστος Βογιατζάκης

Η γαστρεντερική μας οδός απαρτίζεται από πολυάριθμα διαφορετικά είδη μικροοργανισμών, τα οποία βρίσκονται σε ισορροπία μεταξύ τους, δεν βλάπτουν τον οργανισμό και συχνά λειτουργούν ευεργετικά προς αυτόν. Παρόλα αυτά, παράγοντες όπως η λήψη ευρέος φάσματος αντιβιοτικών (π.χ. φθοριοκινολόνες, κλινδαμυκίνη, αμπικιλλίνη, κεφαλοσπορίνες) συχνά τροποποιούν τη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος, προκαλώντας την εμφάνιση μιας ποικιλίας παθολογιών. Μία από τις γνωστότερες είναι η λοίμωξη από το βακτήριο Clostridium difficile, το οποίο μολονότι υπάρχει φυσιολογικά ως μικροοργανισμός του εντέρου, καταφέρνει να κυριαρχήσει αριθμητικά σε σχέση με τα υπόλοιπα μικρόβια και τελικά να εκδηλώσει συμπτώματα όπως διάρροια, πυρετό, ναυτία, απώλεια όρεξης και στομαχικές διαταραχές. Επιπλέον, το C. difficile εκκρίνει ορισμένες τοξίνες οι οποίες καταστρέφουν το εντερικό επιθήλιο προκαλώντας μια φλεγμονώδη ασθένεια που ονομάζεται ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα. Όπως υπονοεί και το όνομά του, ο συγκεκριμένος μικροοργανισμός είναι δύσκολος αντίπαλος για τον άνθρωπο και οι ασθενείς που πάσχουν από κολίτιδα οφειλόμενη σε αυτόν έχουν δηλώσει ότι αισθάνονται πόνους τόσο οξείς λες και «κάτι τους τρώει από μέσα». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος μικροοργανισμός είναι «συνήθης ύποπτος» στην πρόκληση δυσλειτουργιών στον οργανισμό. Σύμφωνα με δεδομένα του 2017, στις Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφηκαν 224.000 νοσηλείες και περίπου 13.000 θάνατοι οφειλόμενοι στο C. difficile. Το βακτήριο μπορεί επίσης να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο σε καταστάσεις μη τήρησης των κανόνων προσωπικής υγιεινής (πλύσιμο των χεριών, καθαρισμός επιφανειών κλπ)

Αν και τα αντιβιοτικά θεωρούνται ο κύριος υπαίτιος της λοίμωξης από C. difficile, ταυτόχρονα φαίνεται να δίνουν και τη λύση στο πρόβλημα. Πιο συγκεκριμένα, στην αντιμετώπιση της παθολογικής αυτής κατάστασης χρησιμοποιούνται αντιμικροβιακοί παράγοντες που δρουν σε σχετικά πιο περιορισμένο φάσμα μικροβιακών παραγόντων, το οποίο περιλαμβάνει και το C. difficile. Βασικές επιλογές θεωρούνται η μετρονιδαζόλη, η βανκομυκίνη και η φιδαξομικίνη. Παράλληλα οι ασθενείς προτείνεται να λαμβάνουν υγρά για την αποφυγή κινδύνου αφυδάτωσης από τη διάρροια και την αναπλήρωση των χαμένων ηλεκτρολυτών. Παρόλα αυτά, την τελευταία δεκαετία μελετήθηκε μια αρκετά πρωτοποριακή μέθοδος στην αντιμετώπιση των επιπλοκών της λοίμωξης από το C. difficile, η οποία περιλαμβάνει τη μεταμόσχευση κοπράνων από υγιή δότη προς τον ασθενή. Τα κόπρανα φέρουν πλούσιο μικροβίωμα το οποίο με τη μεταφορά στον εντερικό σωλήνα του ασθενή θα οδηγήσει σε «αναγέννηση» της μικροβιακής ποικιλότητας. Η μέθοδος έχει εμφανίσει υψηλά ποσοστά θεραπείας και προτείνεται ως βασική εναλλακτική σε περιπτώσεις που τα αντιβιοτικά αδυνατούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη λοίμωξη. Δείγματα κοπράνων από υγιείς δότες ελέγχονται ως προς την απουσία μολυσματικών παραγόντων και στη συνέχεια τα κόπρανα προετοιμάζονται για τη μεταφορά στον ασθενή. Ειδικότερα, γίνεται διάλυση των κοπράνων με τη βοήθεια φυσιολογικού ορού και έπειτα μεταφορά του περιεχομένου στο παχύ έντερο του ασθενή με τη μέθοδο της κολονοσκόπησης ή μέσω σωλήνα από το ρινοφάρυγγα. Μία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα παραλλαγή και σαφώς λιγότερο παρεμβατική είναι η δημιουργία καψακίων με το περιεχόμενο του δότη και η λήψη τους από το στόμα. Η μέθοδος της μεταμόσχευσης κοπράνων με το πέρασμα των ετών γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής στην ιατρική κοινότητα και χρησιμοποιείται σε πειραματικό στάδιο και στην αντιμετώπιση μιας σειράς άλλων ανωμαλιών όπως η νόσος του Crohn, η παχυσαρκία ή ακόμη και η αλλεργία στα φιστίκια. Παρόλα αυτά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη τεχνική δεν θεωρείται πανάκεια, μιας και έχουν καταγραφεί προβλήματα σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αυτού του τύπου τη θεραπεία, αλλά και ένα άτομο έχασε τη ζωή του. Στην τελευταία περίπτωση, ο ασθενείς έλαβε μέσω του μοσχεύματος κοπράνων ένα μικροοργανισμό ανθεκτικό σε ένα μεγάλο εύρος αντιβιοτικών και σε συνδυασμό με το εξασθενημένο ανοσοποιητικό του (εξαιτίας συνοδού νοσήματος), τελικά δεν κατάφερε να νικήσει τη νέα λοίμωξη. Ακόμη, το φως της δημοσιότητας έχουν βρει επιστημονικά ευρήματα που αποδεικνύουν ότι η μεταμόσχευση κοπράνων δύναται να προκαλέσει διάδοση του ιού SARS-CoV-2, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την πανδημία που βρίσκεται σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες.

Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται ολοένα και εντονότερα ο πρωταγωνιστικός ρόλος του εντερικού μικροβιώματος σε μια πλειάδα ανθρώπινων νόσων, οι οποίες δεν εδράζονται απαραίτητα στο γαστρεντερικό σύστημα. Δεν είναι λίγες οι φωνές που δηλώνουν ότι το εντερικό μικροβίωμα σύντομα θα φέρει επανάσταση στις μεθόδους αξιολόγησης και αντιμετώπισης της πλειονότητας των ασθενειών. Υπάρχουν αξιόλογες ενδείξεις ότι η μικροχλωρίδα του εντέρου επηρεάζει την εμφάνιση και την εξέλιξη νόσων όπως ο αυτισμός, η νόσος του Alzheimer, του Parkinson κ.ά. Για το λόγο αυτό οι επιστήμονες σε παγκόσμια κλίμακα προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ηθικής και δεοντολογίας, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος εκμετάλλευσης τόσο των υγιών δοτών όσο και των ασθενών από φαινόμενα κερδοσκοπίας των φαρμακευτικών εταιριών.

Κοινοποιήστε 

| Επικοινωνία | Η ομάδα μας | Διαφημιστείτε στη truemed.gr|  | Όροι χρήσης | Προσωπικά δεδομένα | Copyright©Truemed | |Για περισσότερη ζωή | Υγειά-διατροφή |
Designed – Developed by Premiumweb.gr

 

ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ 

© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.

Η μέθοδος της μεταμόσχευσης κοπράνων στην αντιμετώπιση της κολίτιδας από το βακτήριο C. difficile

 21-10-2020

 Χρήστος Βογιατζάκης

Η γαστρεντερική μας οδός απαρτίζεται από πολυάριθμα διαφορετικά είδη μικροοργανισμών, τα οποία βρίσκονται σε ισορροπία μεταξύ τους, δεν βλάπτουν τον οργανισμό και συχνά λειτουργούν ευεργετικά προς αυτόν. Παρόλα αυτά, παράγοντες όπως η λήψη ευρέος φάσματος αντιβιοτικών (π.χ. φθοριοκινολόνες, κλινδαμυκίνη, αμπικιλλίνη, κεφαλοσπορίνες) συχνά τροποποιούν τη σύσταση του εντερικού μικροβιώματος, προκαλώντας την εμφάνιση μιας ποικιλίας παθολογιών. Μία από τις γνωστότερες είναι η λοίμωξη από το βακτήριο Clostridium difficile, το οποίο μολονότι υπάρχει φυσιολογικά ως μικροοργανισμός του εντέρου, καταφέρνει να κυριαρχήσει αριθμητικά σε σχέση με τα υπόλοιπα μικρόβια και τελικά να εκδηλώσει συμπτώματα όπως διάρροια, πυρετό, ναυτία, απώλεια όρεξης και στομαχικές διαταραχές. Επιπλέον, το C. difficile εκκρίνει ορισμένες τοξίνες οι οποίες καταστρέφουν το εντερικό επιθήλιο προκαλώντας μια φλεγμονώδη ασθένεια που ονομάζεται ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα. Όπως υπονοεί και το όνομά του, ο συγκεκριμένος μικροοργανισμός είναι δύσκολος αντίπαλος για τον άνθρωπο και οι ασθενείς που πάσχουν από κολίτιδα οφειλόμενη σε αυτόν έχουν δηλώσει ότι αισθάνονται πόνους τόσο οξείς λες και «κάτι τους τρώει από μέσα». Αξίζει να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος μικροοργανισμός είναι «συνήθης ύποπτος» στην πρόκληση δυσλειτουργιών στον οργανισμό. Σύμφωνα με δεδομένα του 2017, στις Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφηκαν 224.000 νοσηλείες και περίπου 13.000 θάνατοι οφειλόμενοι στο C. difficile. Το βακτήριο μπορεί επίσης να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο σε καταστάσεις μη τήρησης των κανόνων προσωπικής υγιεινής (πλύσιμο των χεριών, καθαρισμός επιφανειών κλπ)

Αν και τα αντιβιοτικά θεωρούνται ο κύριος υπαίτιος της λοίμωξης από C. difficile, ταυτόχρονα φαίνεται να δίνουν και τη λύση στο πρόβλημα. Πιο συγκεκριμένα, στην αντιμετώπιση της παθολογικής αυτής κατάστασης χρησιμοποιούνται αντιμικροβιακοί παράγοντες που δρουν σε σχετικά πιο περιορισμένο φάσμα μικροβιακών παραγόντων, το οποίο περιλαμβάνει και το C. difficile. Βασικές επιλογές θεωρούνται η μετρονιδαζόλη, η βανκομυκίνη και η φιδαξομικίνη. Παράλληλα οι ασθενείς προτείνεται να λαμβάνουν υγρά για την αποφυγή κινδύνου αφυδάτωσης από τη διάρροια και την αναπλήρωση των χαμένων ηλεκτρολυτών. Παρόλα αυτά, την τελευταία δεκαετία μελετήθηκε μια αρκετά πρωτοποριακή μέθοδος στην αντιμετώπιση των επιπλοκών της λοίμωξης από το C. difficile, η οποία περιλαμβάνει τη μεταμόσχευση κοπράνων από υγιή δότη προς τον ασθενή. Τα κόπρανα φέρουν πλούσιο μικροβίωμα το οποίο με τη μεταφορά στον εντερικό σωλήνα του ασθενή θα οδηγήσει σε «αναγέννηση» της μικροβιακής ποικιλότητας. Η μέθοδος έχει εμφανίσει υψηλά ποσοστά θεραπείας και προτείνεται ως βασική εναλλακτική σε περιπτώσεις που τα αντιβιοτικά αδυνατούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη λοίμωξη. Δείγματα κοπράνων από υγιείς δότες ελέγχονται ως προς την απουσία μολυσματικών παραγόντων και στη συνέχεια τα κόπρανα προετοιμάζονται για τη μεταφορά στον ασθενή. Ειδικότερα, γίνεται διάλυση των κοπράνων με τη βοήθεια φυσιολογικού ορού και έπειτα μεταφορά του περιεχομένου στο παχύ έντερο του ασθενή με τη μέθοδο της κολονοσκόπησης ή μέσω σωλήνα από το ρινοφάρυγγα. Μία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα παραλλαγή και σαφώς λιγότερο παρεμβατική είναι η δημιουργία καψακίων με το περιεχόμενο του δότη και η λήψη τους από το στόμα. Η μέθοδος της μεταμόσχευσης κοπράνων με το πέρασμα των ετών γίνεται ολοένα και πιο δημοφιλής στην ιατρική κοινότητα και χρησιμοποιείται σε πειραματικό στάδιο και στην αντιμετώπιση μιας σειράς άλλων ανωμαλιών όπως η νόσος του Crohn, η παχυσαρκία ή ακόμη και η αλλεργία στα φιστίκια. Παρόλα αυτά πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συγκεκριμένη τεχνική δεν θεωρείται πανάκεια, μιας και έχουν καταγραφεί προβλήματα σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε αυτού του τύπου τη θεραπεία, αλλά και ένα άτομο έχασε τη ζωή του. Στην τελευταία περίπτωση, ο ασθενείς έλαβε μέσω του μοσχεύματος κοπράνων ένα μικροοργανισμό ανθεκτικό σε ένα μεγάλο εύρος αντιβιοτικών και σε συνδυασμό με το εξασθενημένο ανοσοποιητικό του (εξαιτίας συνοδού νοσήματος), τελικά δεν κατάφερε να νικήσει τη νέα λοίμωξη. Ακόμη, το φως της δημοσιότητας έχουν βρει επιστημονικά ευρήματα που αποδεικνύουν ότι η μεταμόσχευση κοπράνων δύναται να προκαλέσει διάδοση του ιού SARS-CoV-2, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την πανδημία που βρίσκεται σε εξέλιξη τους τελευταίους μήνες.

Τα τελευταία χρόνια αναδεικνύεται ολοένα και εντονότερα ο πρωταγωνιστικός ρόλος του εντερικού μικροβιώματος σε μια πλειάδα ανθρώπινων νόσων, οι οποίες δεν εδράζονται απαραίτητα στο γαστρεντερικό σύστημα. Δεν είναι λίγες οι φωνές που δηλώνουν ότι το εντερικό μικροβίωμα σύντομα θα φέρει επανάσταση στις μεθόδους αξιολόγησης και αντιμετώπισης της πλειονότητας των ασθενειών. Υπάρχουν αξιόλογες ενδείξεις ότι η μικροχλωρίδα του εντέρου επηρεάζει την εμφάνιση και την εξέλιξη νόσων όπως ο αυτισμός, η νόσος του Alzheimer, του Parkinson κ.ά. Για το λόγο αυτό οι επιστήμονες σε παγκόσμια κλίμακα προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο ηθικής και δεοντολογίας, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος εκμετάλλευσης τόσο των υγιών δοτών όσο και των ασθενών από φαινόμενα κερδοσκοπίας των φαρμακευτικών εταιριών.

Κοινοποιήστε 

© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.

+ posts

Το μέλος αυτό έχει μπει στην ομάδα της TrueMed, αλλά ακόμα δεν εχει συνεισφέρει κάποιο άρθρο στην σελίδα μας.