Εμμηνόπαυση και ψυχική υγεία

5-4-2020

Διονυσία Κραβαριώτη

Ως εμμηνόπαυση ορίζεται η μόνιμη διακοπή των εμμηνορρυσιακών κύκλων για περισσοτέρο από 12 συνεχείς μήνες λόγω παύσης της δραστηριότητας των ωοθηκών (πτώση οιστρογόνων). Δεν αποτελεί παθολογική κατάσταση και η μέση ηλικία εμφάνισής της είναι τα 51 έτη. Ο όρος περιεμμηνόπαυση αναφέρεται στην περίοδο αμέσως πριν την εμμηνόπαυση (όταν ξεκινούν την εμφάνισή τους τα ενδοκρινολογικά, βιολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της εμμηνόπαυσης) καθώς και στο πρώτο έτος μετά από αυτή. Η μέση διάρκειά της είναι τα 5 έτη και κατά τη φάση αυτή, οι περισσότερες γυναίκες βιώνουν αγγειοκινητικά συμπτωματα, αλλά δεν λείπουν και τα ουρογεννητικά, τα καρδιαγγειακά και τα ψυχικά. Μία, ακόμη, έννοια, η κλιμακτήριος αναφέρεται στη φάση της γήρανσης της γυναίκας και σηματοδοτεί τη μετάβαση από την αναπαραγωγική ζωή στη μη αναπαραγωγική. Αυτή η φάση ενσωματώνει την περιεμμηνόπαυση και επεκτείνεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πριν και μετά από αυτή, χρονικό διάστημα που είναι, επίσης, μεταβλητό. Επιπλέον, χρειάζεται να αναφερθούν άλλοι δύο όροι: η προεμμηνόπαυση και η μεταεμμηνόπαυση. Η προεμμηνόπαυση είναι ένας διφορούμενος όρος και είτε αναφέρεται στα δύο πρώτα χρόνια αμέσως πριν από την εμμηνόπαυση είτε σε ολόκληρη την αναπαραγωγική περίοδο της γυναίκας πριν τη λήξη της. Ενώ, η μεταεμμηνόπαυση αποτελεί τη χρονική περίοδο που αρχίζει 12 μήνες μετά την τελευταία έμμηνο ρύση.

Το συγκεκριμένο άρθρο θα επικεντρωθεί στα ψυχικά συμπτώματα που εκδηλώνουν οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση και, κυρίως, στην περιεμμηνόπαυση, παραθέτοντας, παράλληλα, και ορισμένα στοιχεία γνωστικών ελλειμμάτων, που είναι, επίσης, εμφανή κατά την περίοδο αυτή.

Οι γνώσεις σχετικά με τον πραγματικό αριθμό των γυναικών με κατάθλιψη, άγχος, διαταραχές ύπνου, ευερεθιστότητα και ελλιπή συγκέντρωση και αυτοπεποίθηση κατά την περιεμμηνόπαυση είναι, επί του παρόντος, περιορισμένες. Πιο αναλυτικά, η διάγνωση της συμπτωματικής περιεμμηνόπαυσης βασίζεται περισσότερο στις σωματικές ενοχλήσεις και όχι τόσο στις ψυχικές διαταραχές. Επίσης, οι περισσότερες μελέτες που εστιάζουν σε αυτά τα συμπτώματα και τη σοβαρότητά τους, χρησιμοποιούν κλίμακες αξιολόγησης ή άλλες μεθόδους αυτοαναφοράς αντί για συνεδρίες, μέσω των οποίων τίθεται αποτελεσματικότερα η διάγνωση των ψυχιατρικών διαταραχών. Επιπρόσθετα, τα ψυχικά νοσήματα μπορεί, συχνά, να αποσιωπηθούν από τις γυναίκες ή να αντιμετωπιστούν από τους γιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας και τους μαιευτήρες-γυναικολόγους. Ακόμη, πληθώρα μελετών παρουσιάζουν αρκετούς περιορισμούς, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου το δείγμα της έρευνας δεν είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού. Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί πως ανάλογα με το είδος της μελέτης προκύπτουν και τα αντίστοιχα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, οι επιδημιολογικές μελέτες δεν έχουν, γενικά, διαπιστώσει αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην εμμηνόπαυση, ενώ οι κλινικές μελέτες έχουν αναδείξει υψηλότερα ποσοστά κατά την περίοδο αυτή. Το 1995, όταν ξεκίνησε η μελέτη SWAN, η μέχρι τότε γνώση σχετικά με αυτό το θέμα ήταν ασαφής, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό, σε έναν κύκλο «πεποιθήσεων» και σε ελλιπή ευρήματα μικρών, σε έκταση, κλινικών μελετών. Εκείνη την εποχή, οι επιδημιολογικές μελέτες της εμμηνόπαυσης δεν κατάφεραν να βρουν καμία συσχέτιση μεταξύ των καταθλιπτικών συμπτωμάτων και της εμμηνόπαυσης. Ωστόσο, η SWAN προσέφερε την ευκαιρία να διερευνηθεί το ζήτημα χρησιμοποιώντας μεγαλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα συγκριτικά με το παρελθόν.

Πάντως, η πλειονότητα των ερευνών, μέχρι στιγμής, αποδεικνύουν ότι υψηλό ποσοστό γυναικών με συμπτωματική περιεμμηνόπαυση πάσχουν από ψυχικές διαταραχές και, κατά κύριο λόγο, από άγχος και κατάθλιψη. Το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται να συνδέεται με υψηλότερη ψυχιατρική νοσηρότητα σε γυναίκες που βρίσκονται σε εμμηνόπαυση. Ακόμη, περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που ζουν σε αγροτικές περιοχές, πάσχουν από άλλες νόσους, έχουν οικογενειακό ιστορικό ψυχιατρικής ασθένειας, μεταγενέστερη ηλικία εμμηναρχής και καθυστερημένη περιεμμηνόπαυση εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερη ψυχιατρική νοσηρότητα.

Η διευκρίνιση του ρόλου της κατάθλιψης κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων της εμμηνόπαυσης είναι, επίσης, υψίστης σημασίας. Σύμφωνα με έρευνες, οι περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες φαίνεται να εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα συμπτωμάτων από τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Μάλιστα, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι αυτά τα συμπτώματα δεν υποχωρούν μεταεμμηνοπαυσιακά, αλλά οι γυναίκες γίνονται πιο ανεκτικές ή γίνονται ολοένα και πιο ικανές στη διαχείρισή τους. Εξαιρούνται οι διαταραχές ύπνου και τα γνωστικά ελλείμματα, που τείνουν να επιμένουν ή ενδεχομένως, να επιδεινώνονται λόγω και της συμβολής της γήρανσης. Ακόμη, για τις γυναίκες με ιστορικό κατάθλιψης ο κίνδυνος είναι αυξημένος σημαντικά τόσο πριν όσο και μετά την εμμηνόπαυση.

Αρκετές εξηγήσεις έχουν δοθεί για τη συσχέτιση αυτή. Αρχικά, η πτώση των ορμονών μπορεί να προκαλέσει αλλαγή στα επίπεδα σεροτονίνης. Τα οιστρογόνα είναι εξαιρετικά λιπόφιλες ορμόνες που μπορούν να διασχίσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να συνδεθούν με ενδοκυτταρικούς υποδοχείς οιστρογόνων σε πολλές εγκεφαλικές δομές που σχετίζονται με το άγχος και την κατάθλιψη, όπως είναι ο ιππόκαμπος. Το 2009, οι Walf et al διαπίστωσαν ότι η χρόνια χορήγηση οιστραδιόλης (είδος οιστρογόνου) σε ηλικιωμένους θηλυκούς αρουραίους μείωσε το άγχος και τις καταθλιπτικές τους συμπεριφορές, γεγονός που υποδηλώνει το σημαντικό ρόλο αυτής στην ρύθμιση της διάθεσης μέσω του ιππόκαμπου. Επίσης, ο ρόλος των οιστρογόνων στην εκδήλωση άγχους και καταθλιπτικών διαταραχών κατά τη διάρκεια της εμμηνοπαυσιακής μετάβασης μπορεί να σχετίζεται με τους νευροτροφικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, η χορήγηση οιστραδιόλης σε αρουραίους στους οποίους είχαν αφαιρεθεί οι ωοθήκες προκάλεσε αύξηση στην απελευθέρωση ενός νευροτροφικού παράγοντα και ενός αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα, περιορίζοντας, έτσι, συμπεριφορά παρόμοια με την κατάθλιψη. Ωστόσο, τα επίπεδά των οιστρογόνων φαίνεται να μην αποτελούν απόλυτο δείκτη επικινδυνότητας. Ακόμη, τα αγγειοκινητικά προβλήματα, η σεξουαλική δυσλειτουργία, το κάπνισμα και η παχυσαρκία που αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά σε γυναίκες με συμπτωματική περιεμμηνόπαυση έχουν συνδεθεί με την ανάπτυξη καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών. Επιπρόσθετα, οικογενειακά θέματα και κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που μπορεί να εμφανιστούν στις γυναίκες μέσης ηλικίας, όπως η φροντίδα ηλικιωμένων μελών, συζύγου, παιδιών και εγγονιών, το διαζύγιο και η απώλεια εργασίας, έχουν συνδεθεί με καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές στις γυναίκες με περιεμμηνόπαυση. Εντούτοις, η πολυπλοκότητα αυτών των παραγόντων δυσχεραίνει την κατανόηση του ρόλου τους στην παθογένεση της κατάθλιψης και του άγχους που εμφανίζονται στην περιεμμηνόπαυση. Τέλος, οι Strauss et al. εξέτασαν τους πιθανούς υποκείμενους μηχανισμούς σε 986 γυναίκες μετά από μια 9ετή παρακολούθηση. Διαπίστωσαν ότι τα πρώιμα συμπτώματα της κατάθλιψης προηγούνταν μελλοντικών συμπτωμάτων εμμηνόπαυσης και αντιστρόφως, αρχικά συμπτώματα εμμηνόπαυσης προηγούνταν των καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Αυτό υποδηλώνει ότι περισσότεροι μηχανισμοί φαίνεται να επηρεάζουν τη σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης και της κατάθλιψης.

Hussein R. et al., The New Egyptian Journal of Medicine, 2010

Αναφορά σε συγκεκριμένες ψυχικές νόσους:

ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η σχιζοφρένεια εκδηλώνεται αρχικά στην νεαρή ενηλικίωση, με το ποσοστό νέων περιπτώσεων να μειώνεται τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες μετά την πρώιμη ενηλικίωση. Μια δεύτερη αιχμή της συχνότητας της σχιζοφρένειας παρατηρείται στις γυναίκες ηλικίας 45-50 ετών, αιχμή που δεν παρατηρείται στους άνδρες. Μερικοί ερευνητές έχουν παρατηρήσει επιδείνωση της πορείας της σχιζοφρένειας στις γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης. Αυτές οι παρατηρήσεις μπορεί να υποδηλώνουν ότι τα οιστρογόνα παίζουν έναν ρυθμιστικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της σχιζοφρένειας.

ΔΙΠΟΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

Η επιδείνωση των συμπτωμάτων διάθεσης κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης έχει παρατηρηθεί σε γυναίκες με προϋπάρχουσα διπολική διαταραχή. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με διπολική διαταραχή έχουν υψηλότερα ποσοστά καταθλιπτικών επεισοδίων κατά τη διάρκεια της μετάβασης. Η συχνότητα των καταθλιπτικών επεισοδίων σε αυτόν τον πληθυσμό φαίνεται να είναι υψηλότερη συγκριτικά με εκείνη κατά τη διάρκεια των προεμμηνοπαυσιακών ετών.

ΚΡΙΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ

Οι κρίσεις πανικού είναι συχνές κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης και φαίνεται να εκδηλώνονται περισσότερο σε γυναίκες που εμφανίζουν πολλαπλά σωματικά συμπτώματα εμμηνόπαυσης. Ακόμη, μία προϋπάρχουσα διαταραχή με κρίσεις πανικού μπορεί να επιδεινωθεί κατά την περίοδο αυτή.

ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

Νέα εμμένουσα ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), υποτροπή του OCD ή αλλαγές των συμπτωμάτων του OCD μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης. Οι διακυμάνσεις της έχουν συσχετιστεί τόσο με τον εμμηνορρυσιακό κύκλο όσο και με την εγκυμοσύνη, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα επίπεδα των ορμονών μπορεί να συμβάλλουν στη διαταραχή αυτή.

Η θεραπεία συχνά προσαρμόζεται ανάλογα με την προτίμηση του ασθενούς και τη σοβαρότητα της διαταραχής. Για την ανακούφιση των γυναικών από τα ψυχικά τους συμπτώματα χρησιμοποιούνται φάρμακα, ηλεκτροσπασμοθεραπεία και διακρανιακή μαγνητική διέγερση. Πολλές μορφές ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι, επίσης, επωφελείς για ασθενείς με κατάθλιψη, συμπεριλαμβανομένης της γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας, της διαπροσωπικής θεραπείας και της ψυχοδυναμικής θεραπείας.

 

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Κατά την περιεμμηνόπαυση, οι γυναίκες, που αναφέρουν διπλάσιες δυσκολίες στον ύπνο σε σχέση με τους άντρες, φαίνεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης προβλημάτων ύπνου. Αν και οι μεταβολές των ορμονών κατά την περίοδο αυτή συνδέονται συχνά με την ανάπτυξη τέτοιων διαταραχών, μελέτες δεν έχουν επιβεβαιώσει την αιτιώδη συνάφεια των μεταβολών των ορμονών στον ορό με την εμφάνιση προβλημάτων στον ύπνο στις περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Εξάλλου, οι ορμόνες δεν αποδεικνύονται πάντα επιτυχημένη επιλογή στη θεραπεία των διαταραχών αυτών. Προφανώς, οι διαταραχές του ύπνου να επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες, όπως οι συναισθηματικές δυσκολίες, οι χρόνιες κακές συνήθειες στον ύπνο και η γήρανση. Μελέτες, ακόμη, έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με περιεμμηνοπαυσιακές διαταραχές ύπνου συχνά έχουν αγγειοκινητικά προβλήματα και καταθλιπτικά συμπτώματα, τα οποία σχετίζονται με διαφορετικές μορφές διαταραχής ύπνου. Για παράδειγμα, η κατάθλιψη σχετίζεται με τη δυσκολία του ατόμου να κοιμηθεί και να ξυπνήσει νωρίτερα από το επιθυμητό, ​​ενώ τα αγγειοκινητικά συμπτώματα με επανειλημμένες αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αλλά και μεταεμμηνοπαυσιακά, οι αναφορές για δυσκολίες ύπνου αυξάνονται στις γυναίκες, έτσι ώστε περισσότερες από τις μισές να αναφέρουν ανάλογες διαταραχές. Επίσης, πρέπει να εξετάζονται διαταραχές όπως η υπνική άπνοια και το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών. Για τη θεραπεία όλων αυτών χρησιμοποιούνται φάρμακα και συσκευές θετικής πίεσης αεραγωγών (cpap) που φαίνεται πως βελτιώνουν σημαντικά τον ύπνο των γυναικών στα διάφορα στάδια της εμμηνόπαυσης.

ΓΝΩΣΤΙΚΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ

Επιπρόσθετα, πολλές γυναίκες παραπονιούνται για αλλαγές στη γνωστική λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης, με την πλειοψηφία αυτών να αναφέρει επιδείνωση της μνήμης. Σε μια μελέτη 205 εμμηνοπαυσιακών γυναικών, 72% ανέφεραν κάποια υποκειμενική εξασθένηση της μνήμης. Εκτός από το ότι η κατάσταση αυτή καθίσταται ενοχλητική, αυτά τα συμπτώματα εγείρουν τις ανησυχίες των γυναικών σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, ιδιαίτερα Alzheimer. Σε πειραματόζωα, τα οιστρογόνα είχαν θετικές επιδράσεις στο χολινεργικό σύστημα και αλληλεπιδρούσαν με νευροτροφικούς παράγοντες, επιφέροντας βελτίωση στη γνωστική λειτουργία. Επιπλέον, μελέτες έδειξαν ότι η οιστραδιόλη μπορεί να βελτιώσει τα γνωστικά ελλείμματα που προκαλούνται από αντιχολινεργικούς παράγοντες σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Ακόμη, σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η λεκτική μνήμη ήταν ιδιαίτερα βελτιωμένη κατά τη διάρκεια των φάσεων του εμμηνορρυσιακού κύκλου που σχετίζονταν με υψηλά επίπεδα οιστρογόνων. Επιπρόσθετα, οι χρήστες ορμονών που ήταν σε περιεμμηνόπαυση στη μελέτη SWAN φάνηκε να έχουν καλύτερη γνωστική απόδοση. Ωστόσο, σε άλλες μελέτες, όταν δόθηκαν μόνο οιστρογόνα στις νεότερες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αυτές παρουσίασαν κάποιο όφελος στη λεκτική μνήμη, ενώ αυτά είχαν ουδέτερες επιδράσεις στις ηλικιακά μεγαλύτερες. Τέλος, σε εκείνες που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική εμμηνόπαυση μετά από υστερεκτομή και αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή, οι βλάβες στη λεκτική μνήμη φάνηκε πως παρεμποδίζονται με τη χορήγηση οιστρογόνου. Αναμφισβήτητα, περαιτέρω και εκτενέστερες έρευνες είναι απαραίτητες για να αναλυθεί επαρκώς η συσχέτιση αυτή.

Ως προς τη νόσο Alzheimer, συγκεκριμένα, οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου από τους άνδρες. Αρκετές μικρές μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση ορμονικής υποκατάστασης (HT – Hormone Therapy) μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εκδήλωσής της. Μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη σε γυναίκες με ήπια έως μέτρια νόσο Alzheimer, ωστόσο, έδειξε ότι η θεραπεία με οιστρογόνα για ένα χρόνο ούτε επιβραδύνει την πρόοδο της νόσου ούτε βελτιώνει τη νοημοσύνη. Η επίδραση της HT στη γνωστική λειτουργία σε γυναίκες χωρίς άνοια διερευνήθηκε, ακόμη, στη μελέτη WHI Memory (WHIMS), μια τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω. Σε αντίθεση με τα ευρήματα αρχικών μελετών, οι γυναίκες που έλαβαν HT στην έρευνα WHIMS παρουσίασαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο άνοιας, συνηθέστερα, νόσου Alzheimer και δυσμενείς επιπτώσεις στη γνωστική λειτουργία. Δεδομένης της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου στους χρήστες ΗΤ, είναι πιθανό ότι μικρές, μη ανιχνεύσιμες αγγειακές αιτίες στον εγκέφαλο εμφανίζονταν πιο συχνά στην ομάδα HT, αυξάνοντας τον κίνδυνο άνοιας.

Η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων στην αντιμετώπιση αυτών των γνωστικών ζητημάτων δεν έχει, απόλυτα, εξακριβωθεί. Υπάρχουν, ακόμη, κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι η βελτίωση του τρόπου ζωής μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για άνοια και γνωστικά ελλείμματα. Οι ασθενείς πρέπει, επίσης, να ενθαρρύνονται να ασκούνται τακτικά, να τρώνε υγιεινά, να συμμετέχουν σε τακτικές κοινωνικές δραστηριότητες και γνωστικές ασκήσεις (ανάγνωση, σταυρόλεξα κτλ.) Επιπλέον, οι ασθενείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται να διατηρούν καλή καρδιαγγειακή υγεία, λαμβάνοντας θεραπεία για την υπερλιπιδαιμία, την υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την κλινική εξέταση γυναικών ηλικίας 45-55 ετών που εμφανίζουν τα παραπάνω συμπτώματα, ο κλινικός γιατρός οφείλει να ενημερώνεται σχετικά με τις πρόσφατες μεταβολές των χαρακτηριστικών του κύκλου τους. Η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια και δεν απαιτεί διάγνωση ή θεραπεία. Όταν, όμως, παρουσιαστούν συμπτώματα, η έγκαιρη συνειδητοποίηση αυτών από τους γιατρούς για την παροχή κατάλληλης συμβουλευτικής ή θεραπείας καθίσταται επιτακτική. Είναι, άλλωστε, σαφές ότι η ύπαρξη και η σοβαρότητα αυτών των συμπτωμάτων συνδέονται στενά με την ποιότητα ζωής της γυναίκας.

Βιβλιογραφία

  • Borkoles E, Reynolds N, Thompson DR, Ski CF, Stojanovska L, Polman RC. The role of depressive symptomatology in peri- and post-menopause. Maturitas. 2015;81(2):306–10.

  • Dalal P. and  Agarwal M. Postmenopausal syndrome. Indian J Psychiatry. 2015 Jul; 57(Suppl 2): S222–S232.

  • Hu L-Y, Shen C-C, Hung J-H, Chen P-M, Wen C-H, Chiang Y-Y, et al. Risk of Psychiatric Disorders Following Symptomatic Menopausal Transition: A Nationwide Population-Based Retrospective Cohort Study. Medicine (Baltimore). 2016 Feb; 95(6): e2800.

  • Jagtap B Prasad Β, Chaudhury S. Psychiatric morbidity in perimenopausal women. Ind Psychiatry J. 2016 Jan-Jun; 25(1): 86–92.

  • Peacock K, Ketvertis K. Menopause [Internet]. StatPearls [Internet]. U.S. National Library of Medicine; 2019 [cited 2020Mar27]. Available from: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK507826/

  • Santoro N, Epperson CN, Mathews SB. Menopausal Symptoms and Their Management. Endocrinol Metab Clin North Am. 2015 Sep; 44(3): 497–515.Scheyer O, Rahman A, Hristov H, Berkowitz C, Isaacson RS, Diaz Brinton R, Mosconi L. Female Sex and Alzheimer’s Risk: The Menopause Connection. J Prev Alzheimers Dis. 2018; 5(4): 225–230.

  • Sherman S. Defining the menopausal transition. The American Journal of Medicine. 2005;118(12):1405.

TrueMed-ForLivingMore

Κοινοποιήστε 

| Επικοινωνία | Η ομάδα μας | Διαφημιστείτε στη truemed.gr|  | Όροι χρήσης | Προσωπικά δεδομένα | Copyright©Truemed | |Για περισσότερη ζωή | Υγειά-διατροφή |
Designed – Developed by Premiumweb.gr

 

ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ 

© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.

Εμμηνόπαυση και ψυχική υγεία

5-4-2020

Διονυσία Κραβαριώτη

Ως εμμηνόπαυση ορίζεται η μόνιμη διακοπή των εμμηνορρυσιακών κύκλων για περισσοτέρο από 12 συνεχείς μήνες λόγω παύσης της δραστηριότητας των ωοθηκών (πτώση οιστρογόνων). Δεν αποτελεί παθολογική κατάσταση και η μέση ηλικία εμφάνισής της είναι τα 51 έτη. Ο όρος περιεμμηνόπαυση αναφέρεται στην περίοδο αμέσως πριν την εμμηνόπαυση (όταν ξεκινούν την εμφάνισή τους τα ενδοκρινολογικά, βιολογικά και κλινικά χαρακτηριστικά της εμμηνόπαυσης) καθώς και στο πρώτο έτος μετά από αυτή. Η μέση διάρκειά της είναι τα 5 έτη και κατά τη φάση αυτή, οι περισσότερες γυναίκες βιώνουν αγγειοκινητικά συμπτωματα, αλλά δεν λείπουν και τα ουρογεννητικά, τα καρδιαγγειακά και τα ψυχικά. Μία, ακόμη, έννοια, η κλιμακτήριος αναφέρεται στη φάση της γήρανσης της γυναίκας και σηματοδοτεί τη μετάβαση από την αναπαραγωγική ζωή στη μη αναπαραγωγική. Αυτή η φάση ενσωματώνει την περιεμμηνόπαυση και επεκτείνεται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα πριν και μετά από αυτή, χρονικό διάστημα που είναι, επίσης, μεταβλητό. Επιπλέον, χρειάζεται να αναφερθούν άλλοι δύο όροι: η προεμμηνόπαυση και η μεταεμμηνόπαυση. Η προεμμηνόπαυση είναι ένας διφορούμενος όρος και είτε αναφέρεται στα δύο πρώτα χρόνια αμέσως πριν από την εμμηνόπαυση είτε σε ολόκληρη την αναπαραγωγική περίοδο της γυναίκας πριν τη λήξη της. Ενώ, η μεταεμμηνόπαυση αποτελεί τη χρονική περίοδο που αρχίζει 12 μήνες μετά την τελευταία έμμηνο ρύση.

Το συγκεκριμένο άρθρο θα επικεντρωθεί στα ψυχικά συμπτώματα που εκδηλώνουν οι γυναίκες στην εμμηνόπαυση και, κυρίως, στην περιεμμηνόπαυση, παραθέτοντας, παράλληλα, και ορισμένα στοιχεία γνωστικών ελλειμμάτων, που είναι, επίσης, εμφανή κατά την περίοδο αυτή.

Οι γνώσεις σχετικά με τον πραγματικό αριθμό των γυναικών με κατάθλιψη, άγχος, διαταραχές ύπνου, ευερεθιστότητα και ελλιπή συγκέντρωση και αυτοπεποίθηση κατά την περιεμμηνόπαυση είναι, επί του παρόντος, περιορισμένες. Πιο αναλυτικά, η διάγνωση της συμπτωματικής περιεμμηνόπαυσης βασίζεται περισσότερο στις σωματικές ενοχλήσεις και όχι τόσο στις ψυχικές διαταραχές. Επίσης, οι περισσότερες μελέτες που εστιάζουν σε αυτά τα συμπτώματα και τη σοβαρότητά τους, χρησιμοποιούν κλίμακες αξιολόγησης ή άλλες μεθόδους αυτοαναφοράς αντί για συνεδρίες, μέσω των οποίων τίθεται αποτελεσματικότερα η διάγνωση των ψυχιατρικών διαταραχών. Επιπρόσθετα, τα ψυχικά νοσήματα μπορεί, συχνά, να αποσιωπηθούν από τις γυναίκες ή να αντιμετωπιστούν από τους γιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας και τους μαιευτήρες-γυναικολόγους. Ακόμη, πληθώρα μελετών παρουσιάζουν αρκετούς περιορισμούς, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου το δείγμα της έρευνας δεν είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού. Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί πως ανάλογα με το είδος της μελέτης προκύπτουν και τα αντίστοιχα συμπεράσματα. Για παράδειγμα, οι επιδημιολογικές μελέτες δεν έχουν, γενικά, διαπιστώσει αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην εμμηνόπαυση, ενώ οι κλινικές μελέτες έχουν αναδείξει υψηλότερα ποσοστά κατά την περίοδο αυτή. Το 1995, όταν ξεκίνησε η μελέτη SWAN, η μέχρι τότε γνώση σχετικά με αυτό το θέμα ήταν ασαφής, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό, σε έναν κύκλο «πεποιθήσεων» και σε ελλιπή ευρήματα μικρών, σε έκταση, κλινικών μελετών. Εκείνη την εποχή, οι επιδημιολογικές μελέτες της εμμηνόπαυσης δεν κατάφεραν να βρουν καμία συσχέτιση μεταξύ των καταθλιπτικών συμπτωμάτων και της εμμηνόπαυσης. Ωστόσο, η SWAN προσέφερε την ευκαιρία να διερευνηθεί το ζήτημα χρησιμοποιώντας μεγαλύτερο και πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα συγκριτικά με το παρελθόν.

Πάντως, η πλειονότητα των ερευνών, μέχρι στιγμής, αποδεικνύουν ότι υψηλό ποσοστό γυναικών με συμπτωματική περιεμμηνόπαυση πάσχουν από ψυχικές διαταραχές και, κατά κύριο λόγο, από άγχος και κατάθλιψη. Το χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης φαίνεται να συνδέεται με υψηλότερη ψυχιατρική νοσηρότητα σε γυναίκες που βρίσκονται σε εμμηνόπαυση. Ακόμη, περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που ζουν σε αγροτικές περιοχές, πάσχουν από άλλες νόσους, έχουν οικογενειακό ιστορικό ψυχιατρικής ασθένειας, μεταγενέστερη ηλικία εμμηναρχής και καθυστερημένη περιεμμηνόπαυση εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερη ψυχιατρική νοσηρότητα.

Η διευκρίνιση του ρόλου της κατάθλιψης κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων της εμμηνόπαυσης είναι, επίσης, υψίστης σημασίας. Σύμφωνα με έρευνες, οι περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες φαίνεται να εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα συμπτωμάτων από τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Μάλιστα, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι αυτά τα συμπτώματα δεν υποχωρούν μεταεμμηνοπαυσιακά, αλλά οι γυναίκες γίνονται πιο ανεκτικές ή γίνονται ολοένα και πιο ικανές στη διαχείρισή τους. Εξαιρούνται οι διαταραχές ύπνου και τα γνωστικά ελλείμματα, που τείνουν να επιμένουν ή ενδεχομένως, να επιδεινώνονται λόγω και της συμβολής της γήρανσης. Ακόμη, για τις γυναίκες με ιστορικό κατάθλιψης ο κίνδυνος είναι αυξημένος σημαντικά τόσο πριν όσο και μετά την εμμηνόπαυση.

Αρκετές εξηγήσεις έχουν δοθεί για τη συσχέτιση αυτή. Αρχικά, η πτώση των ορμονών μπορεί να προκαλέσει αλλαγή στα επίπεδα σεροτονίνης. Τα οιστρογόνα είναι εξαιρετικά λιπόφιλες ορμόνες που μπορούν να διασχίσουν τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και να συνδεθούν με ενδοκυτταρικούς υποδοχείς οιστρογόνων σε πολλές εγκεφαλικές δομές που σχετίζονται με το άγχος και την κατάθλιψη, όπως είναι ο ιππόκαμπος. Το 2009, οι Walf et al διαπίστωσαν ότι η χρόνια χορήγηση οιστραδιόλης (είδος οιστρογόνου) σε ηλικιωμένους θηλυκούς αρουραίους μείωσε το άγχος και τις καταθλιπτικές τους συμπεριφορές, γεγονός που υποδηλώνει το σημαντικό ρόλο αυτής στην ρύθμιση της διάθεσης μέσω του ιππόκαμπου. Επίσης, ο ρόλος των οιστρογόνων στην εκδήλωση άγχους και καταθλιπτικών διαταραχών κατά τη διάρκεια της εμμηνοπαυσιακής μετάβασης μπορεί να σχετίζεται με τους νευροτροφικούς παράγοντες. Συγκεκριμένα, η χορήγηση οιστραδιόλης σε αρουραίους στους οποίους είχαν αφαιρεθεί οι ωοθήκες προκάλεσε αύξηση στην απελευθέρωση ενός νευροτροφικού παράγοντα και ενός αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα, περιορίζοντας, έτσι, συμπεριφορά παρόμοια με την κατάθλιψη. Ωστόσο, τα επίπεδά των οιστρογόνων φαίνεται να μην αποτελούν απόλυτο δείκτη επικινδυνότητας. Ακόμη, τα αγγειοκινητικά προβλήματα, η σεξουαλική δυσλειτουργία, το κάπνισμα και η παχυσαρκία που αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά σε γυναίκες με συμπτωματική περιεμμηνόπαυση έχουν συνδεθεί με την ανάπτυξη καταθλιπτικών και αγχωδών διαταραχών. Επιπρόσθετα, οικογενειακά θέματα και κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που μπορεί να εμφανιστούν στις γυναίκες μέσης ηλικίας, όπως η φροντίδα ηλικιωμένων μελών, συζύγου, παιδιών και εγγονιών, το διαζύγιο και η απώλεια εργασίας, έχουν συνδεθεί με καταθλιπτικές και αγχώδεις διαταραχές στις γυναίκες με περιεμμηνόπαυση. Εντούτοις, η πολυπλοκότητα αυτών των παραγόντων δυσχεραίνει την κατανόηση του ρόλου τους στην παθογένεση της κατάθλιψης και του άγχους που εμφανίζονται στην περιεμμηνόπαυση. Τέλος, οι Strauss et al. εξέτασαν τους πιθανούς υποκείμενους μηχανισμούς σε 986 γυναίκες μετά από μια 9ετή παρακολούθηση. Διαπίστωσαν ότι τα πρώιμα συμπτώματα της κατάθλιψης προηγούνταν μελλοντικών συμπτωμάτων εμμηνόπαυσης και αντιστρόφως, αρχικά συμπτώματα εμμηνόπαυσης προηγούνταν των καταθλιπτικών συμπτωμάτων. Αυτό υποδηλώνει ότι περισσότεροι μηχανισμοί φαίνεται να επηρεάζουν τη σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης και της κατάθλιψης.

Hussein R. et al., The New Egyptian Journal of Medicine, 2010

Αναφορά σε συγκεκριμένες ψυχικές νόσους:

ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η σχιζοφρένεια εκδηλώνεται αρχικά στην νεαρή ενηλικίωση, με το ποσοστό νέων περιπτώσεων να μειώνεται τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες μετά την πρώιμη ενηλικίωση. Μια δεύτερη αιχμή της συχνότητας της σχιζοφρένειας παρατηρείται στις γυναίκες ηλικίας 45-50 ετών, αιχμή που δεν παρατηρείται στους άνδρες. Μερικοί ερευνητές έχουν παρατηρήσει επιδείνωση της πορείας της σχιζοφρένειας στις γυναίκες κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης. Αυτές οι παρατηρήσεις μπορεί να υποδηλώνουν ότι τα οιστρογόνα παίζουν έναν ρυθμιστικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της σχιζοφρένειας.

ΔΙΠΟΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

Η επιδείνωση των συμπτωμάτων διάθεσης κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης έχει παρατηρηθεί σε γυναίκες με προϋπάρχουσα διπολική διαταραχή. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με διπολική διαταραχή έχουν υψηλότερα ποσοστά καταθλιπτικών επεισοδίων κατά τη διάρκεια της μετάβασης. Η συχνότητα των καταθλιπτικών επεισοδίων σε αυτόν τον πληθυσμό φαίνεται να είναι υψηλότερη συγκριτικά με εκείνη κατά τη διάρκεια των προεμμηνοπαυσιακών ετών.

ΚΡΙΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ

Οι κρίσεις πανικού είναι συχνές κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης και φαίνεται να εκδηλώνονται περισσότερο σε γυναίκες που εμφανίζουν πολλαπλά σωματικά συμπτώματα εμμηνόπαυσης. Ακόμη, μία προϋπάρχουσα διαταραχή με κρίσεις πανικού μπορεί να επιδεινωθεί κατά την περίοδο αυτή.

ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ

Νέα εμμένουσα ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), υποτροπή του OCD ή αλλαγές των συμπτωμάτων του OCD μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης. Οι διακυμάνσεις της έχουν συσχετιστεί τόσο με τον εμμηνορρυσιακό κύκλο όσο και με την εγκυμοσύνη, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα επίπεδα των ορμονών μπορεί να συμβάλλουν στη διαταραχή αυτή.

Η θεραπεία συχνά προσαρμόζεται ανάλογα με την προτίμηση του ασθενούς και τη σοβαρότητα της διαταραχής. Για την ανακούφιση των γυναικών από τα ψυχικά τους συμπτώματα χρησιμοποιούνται φάρμακα, ηλεκτροσπασμοθεραπεία και διακρανιακή μαγνητική διέγερση. Πολλές μορφές ψυχοθεραπείας μπορεί να είναι, επίσης, επωφελείς για ασθενείς με κατάθλιψη, συμπεριλαμβανομένης της γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας, της διαπροσωπικής θεραπείας και της ψυχοδυναμικής θεραπείας.

 

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

Κατά την περιεμμηνόπαυση, οι γυναίκες, που αναφέρουν διπλάσιες δυσκολίες στον ύπνο σε σχέση με τους άντρες, φαίνεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εκδήλωσης προβλημάτων ύπνου. Αν και οι μεταβολές των ορμονών κατά την περίοδο αυτή συνδέονται συχνά με την ανάπτυξη τέτοιων διαταραχών, μελέτες δεν έχουν επιβεβαιώσει την αιτιώδη συνάφεια των μεταβολών των ορμονών στον ορό με την εμφάνιση προβλημάτων στον ύπνο στις περιεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Εξάλλου, οι ορμόνες δεν αποδεικνύονται πάντα επιτυχημένη επιλογή στη θεραπεία των διαταραχών αυτών. Προφανώς, οι διαταραχές του ύπνου να επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες, όπως οι συναισθηματικές δυσκολίες, οι χρόνιες κακές συνήθειες στον ύπνο και η γήρανση. Μελέτες, ακόμη, έχουν δείξει ότι οι γυναίκες με περιεμμηνοπαυσιακές διαταραχές ύπνου συχνά έχουν αγγειοκινητικά προβλήματα και καταθλιπτικά συμπτώματα, τα οποία σχετίζονται με διαφορετικές μορφές διαταραχής ύπνου. Για παράδειγμα, η κατάθλιψη σχετίζεται με τη δυσκολία του ατόμου να κοιμηθεί και να ξυπνήσει νωρίτερα από το επιθυμητό, ​​ενώ τα αγγειοκινητικά συμπτώματα με επανειλημμένες αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια του ύπνου. Αλλά και μεταεμμηνοπαυσιακά, οι αναφορές για δυσκολίες ύπνου αυξάνονται στις γυναίκες, έτσι ώστε περισσότερες από τις μισές να αναφέρουν ανάλογες διαταραχές. Επίσης, πρέπει να εξετάζονται διαταραχές όπως η υπνική άπνοια και το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών. Για τη θεραπεία όλων αυτών χρησιμοποιούνται φάρμακα και συσκευές θετικής πίεσης αεραγωγών (cpap) που φαίνεται πως βελτιώνουν σημαντικά τον ύπνο των γυναικών στα διάφορα στάδια της εμμηνόπαυσης.

ΓΝΩΣΤΙΚΑ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΑ

Επιπρόσθετα, πολλές γυναίκες παραπονιούνται για αλλαγές στη γνωστική λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης, με την πλειοψηφία αυτών να αναφέρει επιδείνωση της μνήμης. Σε μια μελέτη 205 εμμηνοπαυσιακών γυναικών, 72% ανέφεραν κάποια υποκειμενική εξασθένηση της μνήμης. Εκτός από το ότι η κατάσταση αυτή καθίσταται ενοχλητική, αυτά τα συμπτώματα εγείρουν τις ανησυχίες των γυναικών σχετικά με τον κίνδυνο εμφάνισης άνοιας, ιδιαίτερα Alzheimer. Σε πειραματόζωα, τα οιστρογόνα είχαν θετικές επιδράσεις στο χολινεργικό σύστημα και αλληλεπιδρούσαν με νευροτροφικούς παράγοντες, επιφέροντας βελτίωση στη γνωστική λειτουργία. Επιπλέον, μελέτες έδειξαν ότι η οιστραδιόλη μπορεί να βελτιώσει τα γνωστικά ελλείμματα που προκαλούνται από αντιχολινεργικούς παράγοντες σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση. Ακόμη, σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η λεκτική μνήμη ήταν ιδιαίτερα βελτιωμένη κατά τη διάρκεια των φάσεων του εμμηνορρυσιακού κύκλου που σχετίζονταν με υψηλά επίπεδα οιστρογόνων. Επιπρόσθετα, οι χρήστες ορμονών που ήταν σε περιεμμηνόπαυση στη μελέτη SWAN φάνηκε να έχουν καλύτερη γνωστική απόδοση. Ωστόσο, σε άλλες μελέτες, όταν δόθηκαν μόνο οιστρογόνα στις νεότερες μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, αυτές παρουσίασαν κάποιο όφελος στη λεκτική μνήμη, ενώ αυτά είχαν ουδέτερες επιδράσεις στις ηλικιακά μεγαλύτερες. Τέλος, σε εκείνες που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική εμμηνόπαυση μετά από υστερεκτομή και αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή, οι βλάβες στη λεκτική μνήμη φάνηκε πως παρεμποδίζονται με τη χορήγηση οιστρογόνου. Αναμφισβήτητα, περαιτέρω και εκτενέστερες έρευνες είναι απαραίτητες για να αναλυθεί επαρκώς η συσχέτιση αυτή.

Ως προς τη νόσο Alzheimer, συγκεκριμένα, οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου από τους άνδρες. Αρκετές μικρές μελέτες έχουν δείξει ότι η χρήση ορμονικής υποκατάστασης (HT – Hormone Therapy) μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο εκδήλωσής της. Μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη μελέτη σε γυναίκες με ήπια έως μέτρια νόσο Alzheimer, ωστόσο, έδειξε ότι η θεραπεία με οιστρογόνα για ένα χρόνο ούτε επιβραδύνει την πρόοδο της νόσου ούτε βελτιώνει τη νοημοσύνη. Η επίδραση της HT στη γνωστική λειτουργία σε γυναίκες χωρίς άνοια διερευνήθηκε, ακόμη, στη μελέτη WHI Memory (WHIMS), μια τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε γυναίκες ηλικίας 65 ετών και άνω. Σε αντίθεση με τα ευρήματα αρχικών μελετών, οι γυναίκες που έλαβαν HT στην έρευνα WHIMS παρουσίασαν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο άνοιας, συνηθέστερα, νόσου Alzheimer και δυσμενείς επιπτώσεις στη γνωστική λειτουργία. Δεδομένης της αυξημένης συχνότητας εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου στους χρήστες ΗΤ, είναι πιθανό ότι μικρές, μη ανιχνεύσιμες αγγειακές αιτίες στον εγκέφαλο εμφανίζονταν πιο συχνά στην ομάδα HT, αυξάνοντας τον κίνδυνο άνοιας.

Η αποτελεσματικότητα των φαρμάκων στην αντιμετώπιση αυτών των γνωστικών ζητημάτων δεν έχει, απόλυτα, εξακριβωθεί. Υπάρχουν, ακόμη, κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι η βελτίωση του τρόπου ζωής μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο για άνοια και γνωστικά ελλείμματα. Οι ασθενείς πρέπει, επίσης, να ενθαρρύνονται να ασκούνται τακτικά, να τρώνε υγιεινά, να συμμετέχουν σε τακτικές κοινωνικές δραστηριότητες και γνωστικές ασκήσεις (ανάγνωση, σταυρόλεξα κτλ.) Επιπλέον, οι ασθενείς θα πρέπει να ενθαρρύνονται να διατηρούν καλή καρδιαγγειακή υγεία, λαμβάνοντας θεραπεία για την υπερλιπιδαιμία, την υπέρταση και το σακχαρώδη διαβήτη.

Κατά την κλινική εξέταση γυναικών ηλικίας 45-55 ετών που εμφανίζουν τα παραπάνω συμπτώματα, ο κλινικός γιατρός οφείλει να ενημερώνεται σχετικά με τις πρόσφατες μεταβολές των χαρακτηριστικών του κύκλου τους. Η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια και δεν απαιτεί διάγνωση ή θεραπεία. Όταν, όμως, παρουσιαστούν συμπτώματα, η έγκαιρη συνειδητοποίηση αυτών από τους γιατρούς για την παροχή κατάλληλης συμβουλευτικής ή θεραπείας καθίσταται επιτακτική. Είναι, άλλωστε, σαφές ότι η ύπαρξη και η σοβαρότητα αυτών των συμπτωμάτων συνδέονται στενά με την ποιότητα ζωής της γυναίκας.

Βιβλιογραφία

  • Borkoles E, Reynolds N, Thompson DR, Ski CF, Stojanovska L, Polman RC. The role of depressive symptomatology in peri- and post-menopause. Maturitas. 2015;81(2):306–10.

  • Dalal P. and  Agarwal M. Postmenopausal syndrome. Indian J Psychiatry. 2015 Jul; 57(Suppl 2): S222–S232.

  • Hu L-Y, Shen C-C, Hung J-H, Chen P-M, Wen C-H, Chiang Y-Y, et al. Risk of Psychiatric Disorders Following Symptomatic Menopausal Transition: A Nationwide Population-Based Retrospective Cohort Study. Medicine (Baltimore). 2016 Feb; 95(6): e2800.

  • Jagtap B Prasad Β, Chaudhury S. Psychiatric morbidity in perimenopausal women. Ind Psychiatry J. 2016 Jan-Jun; 25(1): 86–92.

  • Peacock K, Ketvertis K. Menopause [Internet]. StatPearls [Internet]. U.S. National Library of Medicine; 2019 [cited 2020Mar27]. Available from: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK507826/

  • Santoro N, Epperson CN, Mathews SB. Menopausal Symptoms and Their Management. Endocrinol Metab Clin North Am. 2015 Sep; 44(3): 497–515.Scheyer O, Rahman A, Hristov H, Berkowitz C, Isaacson RS, Diaz Brinton R, Mosconi L. Female Sex and Alzheimer’s Risk: The Menopause Connection. J Prev Alzheimers Dis. 2018; 5(4): 225–230.

  • Sherman S. Defining the menopausal transition. The American Journal of Medicine. 2005;118(12):1405.

TrueMed-ForLivingMore

Κοινοποιήστε 

© 2019 TrueMed Media. All rights reserved. Our website services, content, and products are for informational purposes only. TrueMed Media does not provide medical advice, diagnosis, or treatment.

+ posts

Το μέλος αυτό έχει μπει στην ομάδα της TrueMed, αλλά ακόμα δεν εχει συνεισφέρει κάποιο άρθρο στην σελίδα μας.